-
1 παλίγ-γλωσσος
παλίγ-γλωσσος, von widriger, fremder Sprache; πόλις, neben βάρβαρος, Pind. I. 5, 23; aber ῥῆσις παλίγγλωσσος ἀγγέλων, N. 1, 58, ist die widersprechende, falsche; vgl. Poll. 2, 109. 6, 164, wo es δύςφημος, κακόφημος erkl. ist.
-
2 παλίγγλωσσος
παλίγ-γλωσσος, von widriger, fremder Sprache; aber ῥῆσις παλίγγλωσσος ἀγγέλων, ist die widersprechende, falsche
См. также в других словарях:
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek