-
1 παλαι-γενής
παλαι-γενής, ές, vor langer Zeit geboren, uralt, hochbejahrt; vom Phönix, γεραιἐ παλαιγενές, Il. 17, 561; γρηῠς, 3, 386 Od. 22, 395; τὸν παλαιγενῆ Κρόνον, Aesch. Prom. 220; παλαιγενεῖς Μοῖραι, Eum. 165; Θέμις, Prom. 875; übh. alt, παραιβασία, Spt. 724, vgl. Ag. 1620; Λάϊος, Eur. Phoen. 344; ἀοιδαί, Med. 421; sp. D., φῶτες Ap. Rh. 1, 1, μῠϑοι Ep. ad. 571 ( App. 109); von altem Weine, Antiphan. bei Ath. XI, 781 f.
-
2 παλαιγενής
παλαι-γενής, ές, vor langer Zeit geboren, uralt, hochbejahrt; vom Phönix; übh. alt; von altem Weine
См. также в других словарях:
χαμαιγενής — ές, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που γεννήθηκε στη γη («χαμαιγενέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὀψι γενής, παλαι γενής] … Dictionary of Greek
παλαιγενής — παλαιγενής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια, υπέργηρως 2. πολύ παλαιός, παμπάλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + γενής (< γένος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek