-
1 παθα
-
2 παθη
Ipl. к πάθος См. παθοςIIдор. πάθᾱ (πᾰ) ἥ1) претерпевание, испытывание, страдательное состояние(π. καὴ πρᾶξις Plat.)
2) тж. pl. случай, происшествиеπᾶσα ἥ ἑωυτοῦ π. Her. — все, что с ним приключилось
3) несчастье, горе(βαρεῖα Pind.; μελέα Soph.)
4) страдание, болезнь(τῶν ὀφθαλμῶν Her.)
τοῦ πνίγους π. Plat. — удушливая жара
См. также в других словарях:
πάθα — πάθᾱ , πάθη passive state fem nom/voc/acc dual πάθᾱ , πάθη passive state fem nom/voc sg (doric aeolic) πάθᾱ , πάθος that which happens neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθᾳ — πάθαι , πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθας — πάθᾱς , πάθη passive state fem acc pl πάθᾱς , πάθη passive state fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθαν — πάθᾱν , πάθη passive state fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρε — και μπρε και ωρε και μωρέ και ρε 1. (επιφώνημα) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, απορία κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, κακό πού παθα») 2. (κλητικό) δηλώνει: α) περιφρόνηση («βρε παλιοτόμαρο») β) οικειότητα («βρε… … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
φολιά — Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάθα. Χρύσιππος δὲ καὶ τὸ σέλινον οὕτω λέγει» … Dictionary of Greek
πάθ' — πάθαι , πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) πάθε , πάσχω have aor imperat act 2nd sg πάθε , πάσχω have aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πάτε , πάτος trodden masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθαι — πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)