Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πέτρῐνος

  • 1 каменный

    πέτρινος, λίθινος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каменный

  • 2 каменный

    каменный πέτρινος, πετρένιος ◇ \каменный уголь το πετροκάρβουνό
    * * *
    πέτρινος, πετρένιος
    ••

    ка́менный у́голь — το πετροκάρβουνο

    Русско-греческий словарь > каменный

  • 3 каменный

    каменн||ый
    прил
    1. λίθινος, πέτρινος:
    \каменныйая кладка стр. ἡ λιθοδομή, τό χτίσιμο, ἡ τοιχοποιία· \каменныйая плита ἡ πέτρινη πλάκά
    2. перен (неподвижный, застывший) πέτρινος, ἀπολιθωμένος:
    \каменныйое лицо́ τό πρόσωπο σάν πέτρα·
    3. перен (бессердечный) σκληρός, ἀναίσθητος:
    \каменныйое сердце ὁ σκληρόκαρδος, ἡ σκληρή καρδιά· ◊ \каменныйая соль τό ὁρυχτό ἀλάτι, τό ὁρυκτό ἄλας· \каменный уголь τό πετροκάρβουνο, ὁ λιθάνθραξ· \каменный век археол. ἡ λιθίνη ἐποχή· \каменныйая болезнь ἡ λιθίαση [-ις]· \каменный мешок τό μπουντρούμι· как за \каменныйой стеной ἐν πλήρει ἀσφαλεία.

    Русско-новогреческий словарь > каменный

  • 4 каменный

    [κάμιννυΐ] επ. πέτρινος

    Русско-греческий новый словарь > каменный

  • 5 каменный

    [κάμιννυϊ] επ πέτρινος

    Русско-эллинский словарь > каменный

  • 6 булыжный

    επ.
    πέτρινος,λίθινος, με ποτα-μόπετρες•

    -ая мостовая λιθόστρωτος δρόμος, λιθόστρωτο, καλντερίμι.

    Большой русско-греческий словарь > булыжный

  • 7 каменный

    επ.
    1. πέτρινος, λίθινος•

    -ые плиты πέτρινες πλάκες•

    каменный дом λιθόκτιστο σπίτι•

    -ая гора πετροβούνι, βραχοβούνι•

    каменный мост πέτρινο γεφύρι•

    каменный уголь πετροκάρβουνο, λιθάνθρακας.

    2. μτφ. ακίνητος, άψυχος•

    -ое лицо άψυχο (χωρίς ζωντάνια) πρόσωπο.

    3. μτφ. άκαρδος, άσπλαχνος, ασυγκίνητος,αναίσθητος, αδιάφορος•

    -ое сердце πέτρινη καρδιά.

    4. μτφ. ακλόνητος, σταθερός.
    εκφρ.
    каменный дрозд – πετροκάσυφας•
    - ая соль – ορυκτό αλάτι•
    - ая баба – αρχαίο πέτρινο είδωλο•
    - ая болезньπαλ. λιθίαση (νόσος)•
    каменный век – η λίθινη εποχή•
    каменный мешок – αδιαχώρητο κελί• φυλακή, μπουντρούμι.

    Большой русско-греческий словарь > каменный

  • 8 кремнёвый

    επ.
    1. του πυρόλιθου, πυρολιθικός, πυρτικός. || από πυρόλιθο. || με πυρόλιθο•

    -ая зажигалка αναπτήρας, το τσακμάκι.

    2. μτφ. σκληρός, άκαμπτος, πέτρινος.

    Большой русско-греческий словарь > кремнёвый

  • 9 стена

    -ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.
    1. τοίχος•

    каменная стена πέτρινος τοίχος•

    -ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.

    2. το τείχος•

    стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•

    -ы города τα τείχη της πόλης.

    || μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•

    непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).

    3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•

    стена рва η πλευρά της τάφρου.

    εκφρ.
    стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•
    стена в -уβλ. προηγούμενη έκφραση•
    стена на -уβλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•
    в четыре -ах (сидеть,житьκ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•
    как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•
    как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > стена

  • 10 твердокаменный

    επ.
    1. σκληρός σαν την πέτρα, πέτρινος, άκαμπτος.
    2. μτφ. ανάλγητος, ωμός•

    -ое сердце πέτρινη καρδιά, πετροψυχιά, σκληροκαρδία.

    Большой русско-греческий словарь > твердокаменный

  • 11 Rock

    subs.
    P. and V. πέτρα, ἡ.
    Stone: P. and V. λθος, ὁ, V. χερμς, ἡ, πέτρος, ὁ; see Stone.
    Crag: P. and V. ἄκρα, ἡ, κρημνός, ὁ, V. λέπας, τό, σπιλς, ἡ ἀγμός, ὁ, Ar. and P. σκόπελος, ὁ.
    Ridge of rock: V. χοιρς, ἡ.
    Of rock, adj.: V. πετραῖος, πετρώδης, πέτρινος, λεπαῖος, πετρήρης.
    Of stone: V. λϊνος, Ar. and P. λθινος.
    Hurled from a rock: V. πετρορριφής.
    Roofed with rock: V. πετρηρεφής.
    Whence she shall be hurled with a plunge from the rock: V. ὅθεν πετραῖον ἅλμα δισκευθήσεται (Eur., Ion, 1268).
    ——————
    v. trans.
    Move: P. and V. κινεῖν.
    Shake: P. and V. σείειν.
    Move to and fro: V. σαλεύειν.
    V. intrans. Move: P. and V. κινεῖσθαι.
    Shake: P. and V. σείεσθαι.
    Move to and fro: P. and V. σαλεύειν, P. ἀποσαλεύειν.
    Wave: P. and V. αἰωρεῖσθαι; see Toss.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rock

  • 12 Stone

    subs.
    P. and V. λθος, ὁ, V. πέτρος, ὁ (rare P.).
    Hurling upon his head a stone that would fill a waggon: V. λᾶαν ἐμβαλὼν κάρᾳ ἁμαξοπληθῆ (Eur., Phoen. 1157).
    Stone for throwing: also V. χερμς, ἡ;
    Round stone for rolling on to an enemy: P. ὀλοίτροχος, ὁ (Xen.).
    Stone for building: P. and V. λθος, ὁ.
    Collect stones for building, v.: P. λιθοφορεῖν.
    Precious stone: Ar. and P. λθος, ὁ or ἡ, P. λιθίδιον, τό; see Jewel.
    Whetstone: see Whetstone.
    Leave no stone unturned: V. πάντα κινῆσαι πέτρον (Eur., Heracl. 1002), P. use πᾶν ποιεῖν (Plat., Ap. 39A).
    Stone of fruit: P. πυρήν, ὁ (Hdt.).
    Memorial stone: Ar. and P. στήλη, ἡ.
    Suffer from stone ( in medical sense), v.: P. λιθιᾶν.
    ——————
    adj.
    Made of stone: Ar. and P. λθινος, V. πετραῖος, πετρώδης, πέτρινος, λινος.
    Roofed with stone: V. πετρηρεφής.
    Paved with stone: V. λιθόστρωτος.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. λεύειν, Ar. and P. καταλεύειν, P. καταλιθοῦν.
    Be stoned also: V. πετροῦσθαι.
    Stone ( fruit): Ar. and V. κοκκίζειν (Ar., frag. and Æsch., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stone

См. также в других словарях:

  • πέτρινος — rocky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρινος — η, ο / πέτρινος, ίνη, ον, ΝΜΑ [πέτρα] 1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος τού Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.) 2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος») 3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά») μσν. (για τη Νιόβη)… …   Dictionary of Greek

  • πέτρινος — η, ο 1. ο από πέτρα κατασκευασμένος: Πέτρινο σπίτι. – Πέτρινα σκαλιά. 2. μτφ., σκληρός: Έχει πέτρινη καρδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετρίνων — πέτρινος rocky fem gen pl πέτρινος rocky masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρινον — πέτρινος rocky masc acc sg πέτρινος rocky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίναις — πέτρινος rocky fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνη — πέτρινος rocky fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνην — πέτρινος rocky fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνης — πέτρινος rocky fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνοις — πέτρινος rocky masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίνοισι — πέτρινος rocky masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»