-
21 δύς-παις
-
22 προ-βουλό-παις
προ-βουλό-παις, ἡ, vorgängiger Ueberlegung Tochter; Aesch. Ag. 376 nennt die Πειϑώ eine προβ. ἄφερτος Ἄτης.
-
23 πυρί-παις
-
24 πεντηκοστό-παις
πεντηκοστό-παις, ὁ, ἡ, von od. mit funfzig Kindern, f. L. für πεντηκοντόπαις.
-
25 πεντηκοντό-παις
πεντηκοντό-παις, ὁ, ἡ, von oder mit funfzig Kindern, Söhnen; γέννα, Aesch. Prom. 855; ἀδελφός, Suppl. 316.
-
26 πεντηκοντά-παις
πεντηκοντά-παις, = πεντηκοντόπαις, Schol. Lyc. 481.
-
27 παλίμ-παις
παλίμ-παις, παιδος, wieder, zum zweiten Male Kind, παροιμία, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γενέσϑαι, Luc. Saturn. 9.
-
28 πολύ-παις
-
29 τρί-παις
τρί-παις, παιδος, von, mit drei Kindern, drei Kinder habend, Sp.; τρίπαιδες τιμαί, ius trium liberorum, Plut. Num. 10.
-
30 φιλό-παις
φιλό-παις, αιδος, 1) seine Kinder liebend; χέλυς Simonid. 48 (VII, 24); χελιδών Theaet. 2 ( App. 361. – 2) Knaben liebend, wie παιδεραστής; Theocr. 12, 29; Leon. Al. 1 (XII, 60); Strat. 94 (XII, 255); φλόξ Mel. 6. 18 (XII, 49. 81), u. öfter; νόσος φιλ., das Uebel der Knabenliebe, Callim. 14 (XII, 150); u. in Prosa, Plat. Rep. V, 474 d.
-
31 φιλο-βού-παις
φιλο-βού-παις, erwachsene, mannbare Knaben liebend, Strat. 94 (XII, 255).
-
32 χθονό-παις
χθονό-παις, παιδος, ὁ, ἡ, erdgeboren, von der Erde erzeugt, ὥρα, Hesych.
-
33 Διό-παις
Διό-παις, αιδος, ὁ, Zeus' Sohn, Apollo, Hymn. in Apoll. Anthol. IX, 525.
-
34 καλλί-παις
καλλί-παις, παιδος, mit schönen Kindern; οἴκων εὐϑυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί Aesch. Ag. 740; καλλίπαις στέφανος, der Kranz schöner Kinder, Eur. Herc. Fur. 839; bei Plat. Phaedr. 261 a heißt Phädrus so, als Vater schöner Reden; – Νερτέρων καλλίπαις ϑεά, schönes Kind, Eur. Or. 962.
-
35 κλυτό-παις
κλυτό-παις, παιδος, berühmt durch Kinder, Philp. 66 (IX, 262).
-
36 γλυκύ-παις
γλυκύ-παις, αιδος, süße, liebliche Kinder habend, Rhodus Mel. 7 (XII, 52).
-
37 εὐ-φιλό-παις
εὐ-φιλό-παις, παιδος, die Jungen sehr liebend, oder von den Kindern geliebt, λέων Aesch. Ag. 703.
-
38 εὔ-παις
-
39 δρυψό-παις
δρυψό-παις, παιδος, ὁ, ein verlebter Knabe, Hesych.
-
40 δω-δεκά-παις
δω-δεκά-παις, mit zwölf Kindern; λοχείη Theodorid. 7 ( Plan. 132).
См. также в других словарях:
πάις — παῖς child masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
παῖς — πᾶς papa masc nom/voc sg (doric aeolic) παῖς child masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παῖς τὴς τύχης. — παῖς τὴς τύχης. См. Счастливчик … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάις, Ετόρε — (Pais, 1856 – 1939). Ιταλός ιστορικός της αρχαιότητας. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Πίζας και της Ρώμης. Οπαδός του υπερκριτικισμού, υποστήριξε ότι δεν ήταν αξιόπιστες οι ρωμαϊκές παραδόσεις … Dictionary of Greek
Ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. — ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. См. Стар да мал дважды глуп … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παιδί — παῖς child masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδῶν — παῖς child masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδός — παῖς child masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παισί — παῖς child masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παισίν — παῖς child masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)