-
21 εὔ-παις
-
22 δρυψό-παις
δρυψό-παις, παιδος, ὁ, ein verlebter Knabe, Hesych.
-
23 δω-δεκά-παις
δω-δεκά-παις, mit zwölf Kindern; λοχείη Theodorid. 7 ( Plan. 132).
-
24 μελλό-παις
μελλό-παις, παιδος, im Begriff, aus dem Kinde ein Knabe zu werden, nach Hesych. vom zehnten Jahre an.
-
25 μελί-παις
-
26 δειρό-παις
δειρό-παις, ἡ, Gorgo, durch den Hals gebärend, Lycophr. 843.
-
27 δί-παις
-
28 βοτρυό-παις
βοτρυό-παις, αιδος, Trauben hervorbringend; ἀμπελος Theocr. ep. 4 (IX, 437). Bei Philpp. 45 (XI, 33) χάρις β. Βρομίου kann es auch der Traube Kind sein.
-
29 βού-παις
-
30 μονό-παις
μονό-παις, παιδος, ὁ, der einzige Sohn, Eur. Alc. 909.
-
31 θυγατρό-παις
θυγατρό-παις, ὁ, Tochtersohn, Sp.
-
32 λιπό-παις
-
33 θεό-παις
-
34 θαλασσό-παις
θαλασσό-παις, ὁ, Meeressohn, Triton, Lycophr. 892.
-
35 λαίσ-παις
-
36 θηλύ-παις
-
37 οὐρανό-παις
οὐρανό-παις, παιδος, ὁ, Himmelskind, Orph. H. 26, 13.
-
38 Ταρταρό-παις
Ταρταρό-παις, das Kind des Tartarus, heißt Hekate Orph. Arg. 979.
-
39 μῖσό-παις
-
40 ὀρνῑθό-παις
ὀρνῑθό-παις, - παιδος, Vogelkind, von Vögeln erzeugt, Lycophr. 731; vgl. Lob. Phryn. 500.
См. также в других словарях:
πάις — παῖς child masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
παῖς — πᾶς papa masc nom/voc sg (doric aeolic) παῖς child masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παῖς τὴς τύχης. — παῖς τὴς τύχης. См. Счастливчик … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάις, Ετόρε — (Pais, 1856 – 1939). Ιταλός ιστορικός της αρχαιότητας. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Πίζας και της Ρώμης. Οπαδός του υπερκριτικισμού, υποστήριξε ότι δεν ήταν αξιόπιστες οι ρωμαϊκές παραδόσεις … Dictionary of Greek
Ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. — ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. См. Стар да мал дважды глуп … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παιδί — παῖς child masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδῶν — παῖς child masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδός — παῖς child masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παισί — παῖς child masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παισίν — παῖς child masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)