-
1 παπάς
παπᾶ̱ς, παπάωhandle: pres ind act 2nd sg (doric)——————παπάωhandle: pres subj act 2nd sgπαπάωhandle: pres ind act 2nd sg (epic) -
2 πάπας
-
3 παπάς
παπάς οсм. παππάς -
4 πάπας
πάπας οпапа –1) предстоятель Католической Церкви;2) (как почетный титул) патриарх Александрийской Православной Церкви -
5 πάπας
-
6 παπάς
ο1) поп, священник; 2) карт, король; фигура; 3) название азартной карточной игры (удобной для жульничества);§ παίζω τον παπά — обмануть, обставить; — перехитрить;
μην το πείς ούτε τού παπά так тебе повезло, что дальше некуда;αλλού ο παπάς κι' αλλού τα ράσα του — полный беспорядок, кавардак;
ή παπάς παπάς ή ζευγάς-ζευγάς — что-нибудь одно; — не надо браться за несколько дел сразу;
παπάς παπά καλό δε θέλει — погов, поп попу хорошего не пожелает (о конкурентах);
να σού πεί ο παπάς στ' αφτί! — чтоб ты сдох!
-
7 παπᾶς
Βλ. λ. παπάς -
8 παπᾷς
Βλ. λ. παπάς -
9 πάπας
ο папа (римский);τό αλάθητον τού πάπα непогрешимость папы -
10 πάπας
πάπᾱς, παπάωhandle: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
11 παπάς
[палас] ουσ. а. поп.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παπάς
-
12 παπάς
[палас] ουσ α поп. -
13 Πάπας
ПапатаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Πάπας
-
14 παπάς
prêtre -
15 παπάς
1) duchowny przym.2) duszpasterz (m) rzecz.3) kapłan (m) rzecz.4) ksiądz (m) rzecz. -
16 Πάπας
papież (m) rzecz. -
17 παπάς
kněz -
18 παπάς
priestΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παπάς
-
19 Πάπας
PopeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > Πάπας
-
20 Παπάς παπά καλό δε θέλει
– Συντεχνίτης συντεχνίτη πάντοτε τον κακοβλέπει• Поп попу добра не пожелает ( о конкурентах)Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παπάς παπά καλό δε θέλει
См. также в других словарях:
παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
πάπας — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
πάπας — ο ο αρχηγός της Δυτικής Εκκλησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπάς — ο 1. ο ιερέας, ο πρεσβύτερος. 2. χαρτί της τράπουλας, αλλ. ρήγας. 3. μέθοδος κλοπής και απάτης με τρία τραπουλόχαρτα. Ο παίχτης του παιχνιδιού αυτού λέγεται παπατζής: Τον ξεγύμνωσαν με τη μέθοδο του παπά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπᾶς — παπᾶ̱ς , παπάω handle pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπᾷς — παπάω handle pres subj act 2nd sg παπάω handle pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάπας — πάπᾱς , παπάω handle imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παπάς, Ανδρέας — Αγωνιστής της Επανάστασης. Καταγόταν από την Ηλεία, αλλά είχε εγκατασταθεί στην Άμφισσα. Συμπολέμησε με τον Πανουριά στη μάχη των Θερμοπυλών και κλείστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς. Κατόρθωσε να σωθεί και συνέχισε τον Αγώνα.… … Dictionary of Greek
Παπάς, Εμμανουήλ — (Δοβίστα 1772 – Ύδρα 1821). Έμπορος και πατριώτης από τη Δοβίστα (σημερινό Παπά) των Σερρών, μέλος της Φιλικής Εταρείας και πρωτεργάτης της επανάστασης της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους κατά το 1821 Στις αρχές ήδη του 19ου αι. έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
αντίπαπας — Πάπας που δεν έχει αναγνωριστεί από την Καθολική Εκκλησία και του οποίου η εκλογή προκάλεσε σχίσμα στους κόλπους της. Ο αριθμός τους είναι αβέβαιος, μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι φτάνουν περίπου τους σαράντα. Στους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους οι α … Dictionary of Greek
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek