-
121 αμείβω
(αόρ. ήμειψα, παθ. αόρ. ημείφθην) μετ.1) вознаграждать (кого-л.); платить, отплачивать (кому-л.); 2) награждать (улыбкой, взглядом и т. п.) -
122 αναβάλλω
(αόρ. ανάβαλα и ανέβαλον, παθ. αόρ. αναβλήθηκα и ανεβλήθην) μετ.1) откладывать, отсрочивать, переносить; 2) см. αναβάνω;§ μην αναβάλλεις διά την αύριρν ό, — п δύνασαι να εκτελέσεις σήμερον — не откладывай на завтра то, что можешь сделать сегодня
-
123 αναγγέλλω
-
124 αναγι(γ)νώσκω
(αόρ. ανέγνωσα, ανέγνων, παθ. αόρ. ανεγνώ- σθην) μετ. читать;αναγι(γ)νώσκω μεγαλοφώνως — читать вслух;
αναγι(γ)νώσκω καθ· εαυτόν — читать про себя
-
125 αναγι(γ)νώσκω
(αόρ. ανέγνωσα, ανέγνων, παθ. αόρ. ανεγνώ- σθην) μετ. читать;αναγι(γ)νώσκω μεγαλοφώνως — читать вслух;
αναγι(γ)νώσκω καθ· εαυτόν — читать про себя
-
126 ανάγω
(παρατ ανήγον, αόρ. ανήγαγον, παθ. αόρ. ανήχθην) μετ.1) поднимать;ανάγω τα ιστία — поднимать паруса;
2) восходить (к чему-л.), иметь началом (что-л.);ανάγει το γένος του εις... — его род восходит к...;
3) превращать; упрощать; переводить (в эквивалентную величину);ανάγ τάς λίρας εις δραχμάς — превращать лиры в драхмы;
4) мат. приводить, сокращать (дроби);6) редуцировать, сводить к...;§ ανάγω εις φως — раскрывать, разоблачать;
1) — выходить (в море), удаляться ( от берега);ανάγομαι
ανάγομαι εις το πέλαγος — выходить в открытое море;
2) восходить, относиться (к какому-л. времени);αυτό ανάγεται στην εποχή... — это восходит к эпохе...
-
127 αναθλίβω
(αόρ. ανέθλιψα, παθ. αόρ. ανεθλίβην) μετ.1) жать, сжимать, давить; 2) выжимать - -
128 αναιρώ
(ε) (αόρ. ανήρεσα, παθ. αόρ. ανηρέθην) μετ.1) отклонять, отвергать; опровергать;αναιρώ την κατηγορία — опровергать возведённое обвинение;
αναιρώ τό ψεύδος — опровергать ложь;
2) отменять, аннулировать;αναιρώ την υπόσχεσιν — нарушать обещание; — отступаться от обещанного;
οι επόμενες διατάξεις τού νόμου αναιρούν τίς προηγούμενες последующие положения закона перечёркивают предыдущие;3) юр. кассировать; 4) юр. убивать непредумышленно или в состоянии аффекта
См. также в других словарях:
πάθ' — πάθαι , πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) πάθε , πάσχω have aor imperat act 2nd sg πάθε , πάσχω have aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πάτε , πάτος trodden masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ιερώνω — και ιερώ (ΑΜ ἱερῶ, όω και άω, δωρ. τ. ἱαρόω, παθ. τ. ἱεροῡμαι, όομαι και ἱερῶμαι, άομαι και ιων. ἱράομαι και δωρ. ἱερεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι ιερό, αφιερώνω, καθιερώνω, κάνω ανάθημα (νεοελλ. μσν.) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ιερωμένος αυτός που … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
εκκωφώ — (I) ( έω) (Α ἐκκωφῶ, έω) 1. κάνω κάποιον κουφό, ξεκουφαίνω 2. παθ. παθαίνω ζάλη, ζαλίζομαι 3. παθ. χάνω τη δύναμή μου, δεν λειτουργώ. (II) ( όω) (Α ἐκκωφῶ, όω) 1. κάνω κάποιον κουφό, κουφαίνω 2. παθ. αδιαφορώ, υποκρίνομαι τον κουφό 3. παθ.… … Dictionary of Greek