-
1 πύρινος
-
2 πύρινος
-
3 πύρινος [2]
-
4 πῡράμινος
πῡράμινος, poet. = πύρινος, von Weizen; Hes. frg. 2, 2; vgl. Polyaen. 4, 3, 32 u. κριϑάμινος.
См. также в других словарях:
πύρινος — of fire masc nom sg πύ̱ρινος , πύρινος of fire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… … Dictionary of Greek
πύρινος — η, ο αυτός που αποτελείται από φωτιά, φλογερός, διάπυρος: Έχυνε πύρινα δάκρυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρίναις — πύρινος of fire fem dat pl πῡρίναις , πύρινος of fire fem dat pl πυρίνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνη — πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πῡρίνη , πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνην — πύρινος of fire fem acc sg (attic epic ionic) πῡρίνην , πύρινος of fire fem acc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνης — πύρινος of fire fem gen sg (attic epic ionic) πῡρίνης , πύρινος of fire fem gen sg (attic epic ionic) πυρίνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνους — πύρινος of fire masc acc pl πῡρίνους , πύρινος of fire masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνῃ — πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πῡρίνῃ , πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πυρίνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύριναι — πύρινος of fire fem nom/voc pl πύ̱ριναι , πύρινος of fire fem nom/voc pl πυρίνη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρινε — πύρινος of fire masc voc sg πύ̱ρινε , πύρινος of fire masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)