-
121 πύλος
-
122 Σύρος
A Syrian, IG12.329.18, Hdt.3.91 codd. (v.l. in 2.30, 104.159, 3.5), Trag.Adesp.162; of the Λευκόσυροι, S.Fr. 638, Hdt.1.6 codd., 7.72 codd. (but Σύριοι of the Λ., v. infr.); freq. used as a slave's name, Anaxandr.51, Eriph.6, Hegesipp.Com.1.4, D.45.86, IG22.2937.12, etc.:—fem. [full] Σύρα, Ar. Pax 1146 (troch.), Philem.125. --Syria was called [full] Σῠρία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ, Hdt.1.105, etc.;Σ. ἡ Παλαιστίνη Id.3.91
, 4.39;Σ. Παλαιστίνη IGRom.3.172.22
(Ancyra, ii A.D.), OGI601.6 (Amastris, ii A.D.); ἡ Φοινίκη Σ. D.S.19.93; Κοίλη Σ. between Lebanon and Anti-Lebanon, v. κοῖλος; ἡ ἄνω Σ. (dub. l.) Str. 2.5.38.--The Syrians were also called [full] Σύριοι, a name which in early times was given to the Assyrians, Hdt.7.63, cf. A.Pers.84 (lyr.), Luc.Syr.D.1; and to the Cappadocians or Λευκόσυροι (Str. 12.3.5. al.), Hdt.1.72, 2.104, 3.90, 5.49; Σ. Καππαδόκαι (v.l. Σ. καὶ K.) Id.1.72;Σ. οἱ ἐν τῇ Παλαιστίνῃ Id.2.104
.--Adj. [full] Σύριος [pron. full] [ῠ], [full] α, ον, Syrian, A.Ag. 1312, E.Ba. 144 (lyr.), etc.;Σ. πόα Arist.HA 627b17
; Σ. πύλαι (v.πύλη 11.2
):—also [full] Σῠριᾰκός, ή, όν, Thphr.CP2.17.3, Str.2.1.31, etc.--Adv. [full] Σῠρίηθεν from Syria, D.P.895. -
123 Ταίναρος
Ταίνᾰρος, ἡ, Taenarus, a promontory at the southern end of Laconia, Pi.P.4.44, 174; also masc. or neut., Th.1.128, 133, 7.19;AΤαίναρον ἠνεμόεντα Orph.A. 1370
: neut. [full] Ταίναρον, τό, Str.8.5.1: in most passages the word occurs in an obl. case without an Adj., so that the gender is undetermined, as in h.Ap. 412, Hdt.1.23,24, Th. 1.133, Ar.Ra. 187, etc.;Ποσειδῶν οὑπὶ Ταινάρῳ θεός Id.Ach. 510
; πύλη τις ἐστὶ (sc. of the infernal regions)Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις Men.842
, cf. Str. l.c.:—Adj. [full] Ταινάριος, α, ον, Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα A.R.1.102
; epith. of Artemis, Euph.9.11; [full] Τ. λίθος, v. λίθος 11.1: neut. pl. [full] Ταινάρια, τά, festival of Poseidon at Taenarus, Hsch. (- ίας cod.): hence [full] Ταινάριοι, οἱ, celebrants of this festival, IG5(1).211.1:—also [full] Ταιναρίζω, celebrate this festival, St.Byz. s.v. Ταίναρος, and [full] Ταιναρισταί, οἱ, = Ταινάριοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ταίναρος
-
124 τρίδυμος
τρί-δῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίδυμος
-
125 φθειροπύλη
A ap. Ath.13.586a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθειροπύλη
-
126 ἰχθυακός
A Cat.Cod. Astr.1.160.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυακός
-
127 ἰχθυηρός
A fishy, scaly, i.e. foul, dirty,πινακίσκοι Ar.Pl. 814
,Fr. 532;ἔλαιον Ph. Bel.90.19
;ζωμός Luc.Lex.5
; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰ. the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., [full] ἰχθῠηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυηρός
-
128 ἰχθυϊκός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυϊκός
См. также в других словарях:
πύλη — one wing of a pair of double gates fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλῃ — πύλη one wing of a pair of double gates fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… … Dictionary of Greek
Πύλη — Sp Pilė Ap Πύλη/Pyli L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Πύλη, Υψηλή — (τουρκ. Μπαμπ Άαλι). Έτσι λεγόταν αρχικά η πύλη της σουλτανικής σκηνής στους καταυλισμούς των στρατοπέδων, όπου ο μέγας βεζύρης (πρωθυπουργός του σουλτάνου) δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές. Αργότερα ονομάστηκε έτσι το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο… … Dictionary of Greek
πύλη — η 1. μεγάλη είσοδος, θύρα. 2. στον πληθ., πύλες διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή σε βουνό και θάλασσα. 3. είσοδος σε μέρος του ναού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πύλη — Πύλης masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύλῃ — Πύλης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδριανού, Πύλη — Θριαμβευτική αψίδα που έστησαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα Αδριανό, κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείο). Η πύλη, που σώζεται έως σήμερα, χώριζε άλλοτε την παλαιά πόλη του Θησέα από τη νέα, την Αδριανούπολη, που την… … Dictionary of Greek
Υψηλή Πύλη — Η έδρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά ονομαζόταν έτσι η πύλη της σουλτανικής σκηνής και μετά το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο κοντά στην πύλη της δεύτερης αυλής του σαραγιού, όπου ο μέγας βεζύρης δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές και δίκαζε… … Dictionary of Greek
Αιόλου πύλη — Βλ. λ. αιολόσφαιρα … Dictionary of Greek