-
1 πόθος
πόθος, ὁ, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach, τινός, Hom. ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόϑος αἴνυται, Od. 14, 144, u. öfter; Pind. P. 4, 184; πόϑῳ στένεται μαλερῷ, Aesch. Pers. 62. 130 u. öfter, τίς ὁ πόϑος αὐτοὺς ἵκετο, Soph. Phil. 601; ὅτου σε χρεία καὶ πόϑος μάλιστ' ἔχει, 642, u. öfter; διὰ πόϑου ἐλήλυϑας, Eur. Phoen. 387; κατ' ὀμμάτων στάζεις πόϑον, Hipp. 526; πόϑον ἔχων ϑυγατρός, I. A. 431 u. öfter; Ar. Par 573 u. sonst; u. in Prosa: ἀποϑανόντος αὐτοῦ πόϑον ἔχειν πάντας, Her. 3, 67; Xen. Cyr. 2, 1, 28, bes. Liebesverlangen, verliebte Sehnsucht, Hes. Sc. 41; ἐς πόϑον ἤνϑομες ἄμφω, Theocr. 2, 143; u. oft in der Anth., z. B. Philodem. 1 (V, 24); ἀρσενικός, M. Arg. 1 (V, 116); οἱ πόϑοι, = ἔρωτες, Anacr. 13, 20, auch personificirt; im sing., Luc. D. D. 20 E. – Bei Theophr. auch eine Blumenart, die man auf Gräber pflanzte.
См. также в других словарях:
μαλερός — μαλερός, ά, όν (Α) 1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος 2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.) 3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.) 4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας»,… … Dictionary of Greek