-
41 сяк
сякнареч разг:и так и \сяк κι ἔτσι κι ἀλλιώς· то так, то \сяк πότε ἔτσι πότε ἀλλιώς. -
42 временами
[βριμινάμι] επίρ. πότε-πότε -
43 урывками
[ουρύφκαμι] εκίρ. πότε-πότε -
44 временами
[βριμινάμι] επίρ πότε-πότε -
45 урывками
[ουρύφκαμι] επίρ πότε-πότε -
46 а
а 1είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•
кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.
а 2σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.1. (κατ’ αντιπαράθεση)•отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•
не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•
я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.
2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.
3. εξάλλου•а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....
4. και•ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.
5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•
а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•
а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.
εκφρ.а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.а 3μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;
(επιτακτικό)• ε•Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.
а 4επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•
а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•
а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.
-
47 бросать
ρ.δ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•гранату ρίχνω χειροβομβίδα•
бросать якорь ρίχνω άγκυρα.
2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.
3. διαχέω, σκορπίζω•бросать тень ρίχνω σκιά•
солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.
4. αποβάλλω ως άχρηστο•он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.
|| τοποθετώ άταχτα•бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.
5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.
|| μτφ. παύω, σταματώ•бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•
-айте работу! σταματήστε τη δουλιά!
(απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.
εκφρ.бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•бросать тень – μτφ. αμαυρώνω.1. αλληλορίχνω•-снежками χιονοπολεμώ.
|| μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).
2. σπεύδω, τρέχω•бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.
|| ρίχνομαι, πέφτω•бросать на колени πέφτω στα γόνατα•
бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.
3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.
|| τρώγω αχόρταγα•бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.
4. πηδώ από ψηλά•бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•
бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•
бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.
5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).εκφρ.бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. -
48 ввек
επίρ.1. παλ. αιώνια, -ίως, πάντοτε.2. ποτέ•этого лица ввек я не забуду αυτό το πρόσωπο ποτέ δε θα το ξεχάσω.
-
49 вихлять
ρ.δ.(απλ.) τρικλίζω, παραπαίω. || στρίβω, γυρίζω, κινώ πότε απ’ εδώ, πότε ατί’ εκεί•вихлять рулем πηδαλιούχου.
ταλαντεύομαι, κινούμαι, πηγαίνω πέρα-δώθε•колесо -ется ο τροχός πηγαίνει πέρα-δώθε.
-
50 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
51 всячинка
-и θ.στην έκφρ: со -ой και καλά και. άσχημα, πότε καλά πότε κακά, έτσι κι έτσι•как поживаете? всячинка со -ой πως τα περνάτε; всячинка έτσι κι έτσι.
-
52 густо
1. επίρ. πυκνά, -ώς. || πηχτά.2. ως κατηγ. είναι άφθονος, πλήρης, γεμάτος•то густо, то пусто παρμ. πότε γεμάτο, πότε άδειο.
-
53 дождичек
-
54 докуда
επίρ. (απλ.)1. (ερωτ.) ως πότε, ως πού•докуда буду ждать? ως πότε θα περιμένω;•
нам идти? ως που πρέπει να πάμε;
2. (αναφορ.) ώσπου, ως εκεί που, όσο, οσότου•докуда хватает глаз ώσπου φτάνει (κόβει) το μάτι.
-
55 же
же 1κ. ж σύνδ. αντιθ.1. όμως, αλλά, μα, μα και•врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•
если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•
что же я сделал μα τι έκανα;
2. δα•почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.
же 2ж μόριο1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•
говорите же μιλάτε λοιπόν•
когда -? πότε λοιπόν;•
я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.
2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•
эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•
здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•
сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•
в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•
есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•
такой же πανομοιότα-τος.
-
56 жизнь
-и θ.1. ζωή (κίνηση της ύλης)•возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.
2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,
3. ο τρόπος της ζωής•общественная жизнь κοινωνική ζωή•
хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•
образ -и ο τρόπος της ζωής•
праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.
|| βίος, ζωή•семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•
духовная жизнь πνευματική ζωή•
сидячая жизнь καθιστική ζωή•
борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•
вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•
зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•
средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•
зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•
лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•
жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•
никогда в -и ποτέ στη ζωή•
покушение на жизнь απόπειρα φόνου•
обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•
жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.
εκφρ.дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•условия -и – συνθήκες ζωής•меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•- и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή. -
57 завод
завод 1-а α.1. εργοστάσιο•металлургический завод μεταλλουργικό εργοστάσιο•
сталелитейный -- χαλυβδουργείο•
машиностройтеляый завод εργοστάσιο κατασκευής μηχανών.
2. ιπποφορβείο.εκφρ.рыбоводный завод – ιχθυοτροφείο.завод 2-а α.1. κούρδισμα.2. κουρδιστήρι.εκφρ.на завод ή для -а – για αναπαραγωγή, για πολλαπλασιασμό (и) в -е нет (απλ.) ποτέ δεν είχα (ή ήταν)•клопов у нас и в -е нет – κοριούς ούτε έχομε, ούτε είχαμε ποτέ. -
58 изредка
επίρ.αραιά, αραιά και που, κατ αραιά διαστήματα, σπάνια, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που σποραδικά αριά και ανάρια. -
59 иногда
επίρ.κάποτε: άλλοτε• πότε-πότε. -
60 кое-когда
κ. кой-когдаεπίρ.κάποτε, αραιά και που, κάποτε-κάποτε, πότε-πότε.
См. также в других словарях:
πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… … Dictionary of Greek
ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου … Dictionary of Greek
πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή … Dictionary of Greek
ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά … Dictionary of Greek
Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek