-
1 πόσις
πόσις, ὁ (mit πότνια, δεσπότης, potis zusammenhangend), der Ehemann. Gemahl; oft bei Hom.; gen. πόσιος, Cd. 17, 571. 16, 162 u. öfter; dat. πόσεϊ Il. 5, 71, πόσει Od. 11, 430. 19, 95; acc. plur. πόσιας, Il. 6, 240; Pind. u. Tragg.: τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν, Aesch. Ag. 1079; πόσει, Soph. Ant. 1181; μὴ πόσις μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, Gemahl, τῆς νεωτέρας δ' ἀνήρ, Mann, Trach. 547; Ar., u. einzeln bei sp. D., wie Anth.; auch in poet. Form πόσσις, Leon. Al. 33 (VI, 323).
См. также в других словарях:
Πόσσις — husband fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόσσις — πόσσῑς , πόσις 1 husband masc acc pl (epic doric ionic aeolic) πόσις 1 husband masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόσσι — Πόσσις husband fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόσις — εως, και ποιητ. τ. πόσσις, ιος, ὁ, Α 1. ο σύζυγος 2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο 3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< *πότις, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι ) ανάγεται σε… … Dictionary of Greek
Πόσσ' — Πόσσι , Πόσσις husband fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)