Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πόσσις

См. также в других словарях:

  • Πόσσις — husband fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσσις — πόσσῑς , πόσις 1 husband masc acc pl (epic doric ionic aeolic) πόσις 1 husband masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόσσι — Πόσσις husband fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσις — εως, και ποιητ. τ. πόσσις, ιος, ὁ, Α 1. ο σύζυγος 2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο 3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< *πότις, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι ) ανάγεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Πόσσ' — Πόσσι , Πόσσις husband fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»