-
1 ναυσι-πόρ-ς
ναυσι-πόρ-ς, zu Schiffe fahrend, στρατός, Eur. Rhes. 48; πλάτας ναυσιπόρους, wie ναύπ ορος, I. A. 172; – aber ναυσίπορος ποταμός, mit Schiffen zu befahren, Xen. An. 2, 2, 3, Hdn. 6, 7, 15.
-
2 πορσύνω
πορσύνω (ΠΟΡ), gewähren, darbieten u. dazu einrichten, besorgen u. ordnen; τῷ δ' ἄλοχος δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν, Od. 3, 403, vgl. 7, 347, u. κείνου πορσυνέουσα λέχος, Il. 3, 411, von der Gattinn, die das Lager bereitet u. es dann dem Gatten gewährt, es ihn theilen läßt; λέκτρα σὺν ἀνδράσιν, Ap. Rh. 3, 840. 4, 1107; – übh. bereiten, anordnen, οἶκον, δαῖτα, Pind. P. 4, 151 I. 3, 79; auch ῥῆμα Ὁμήρου, in Ehren halten, P. 4, 278; τόνδε τοίνυν Μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον, Aesch. Ch. 898; med., δεῖπνον ἐπορσύνοντο, Pers. 367; u. pass., ἐπορσύνϑη κακά, 259; τἄξω βίου τροφεῖα πορσύνουσ' ἀεί, Soph. O. C. 175, u. öfter; auch pass., ὅποι ὁ στόλος πορσύνεται, Phil. 770; παισὶ πόρσυν' οἷα χρὴ καϑ' ημέραν, Eur. Med. 1020; μεγάλα κακά, Andr. 352; γαμβροῖς χάριν, Suppl. 132; Νύμφαις ἑορτήν, El. 625; auch einzeln in Prosa, πορσύνειν τὰ τοῠ ϑεοῠ, Her. 9, 7; πορσύνειν κακὰ τοῖς πολεμίοις, ihnen Schaden bereiten, zufügen, Xen. Cyr. 1, 6, 17; τὰ ἐπιτήδεια, Lebensmittel verschaffen, 4, 2, 47; ὡς τὸ τοῠ ποταμοῠ ἐπορσύνετο, wie der Fluß zum Uebersetzen bereitet wurde, 7, 5, 17; sonst scheint es bei keinem attischen Prosaiker vorzukommen. – Auch, wie ϑεραπεύω, den Verwundeten pflegen, Sp., z. B. Ap. Rh.
-
3 πορφύρω
πορφύρω, sich purpurn färben, purpurroth aussehen; οἴνῳ πορφύροις, von der rothen Farbe des Weines, Theocr. 5, 125; πορφύροντα καὶ ἄνϑεσι μαρμαίροντα, Opp. Cyn. 3, 347. 2, 597 (vgl. πορ-φυρέω); – bes., wie πορφύρεος (w. m. s.), von der dunkelrothen, bräunlichen Farbe des bewegten, unruhigen Meeres, das im Mittelmeere die Farbe hat, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ, Il. 14, 16, wie wenn sich das Meer mit dumpfem Gewoge purpurn erhebt; u. übtr., πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε μένοντι, Il. 21, 551, vgl. Od. 4, 427. 572. 10, 309, unruhig bewegte sich ihm sehr das Herz (vgl. καλχαίνω), wo nur der unruhige Gemüthszustand, die tiefe Aufregung damit beschrieben wird, und der Begriff der Farbe ganz zurücktritt; Andere erkl. das Herz bewegte, wälzte vielerlei Gedanken hin u. her; bei Ap. Rh. übh. nachdenken, denken, οὔτε τιν' ἄλλον ὀΐσσατο πορφύρουσα ἔμμεναι ἀνέρα τοῖον, 3, 456, πορφύρουσα, οἷον ἑῇ κακὸν ἔργον ἐπεξυνώσατο βουλῇ, 3, 1162. – Bei Nonn. auch = mit Purpur färben.
-
4 ναυσιπόρς
ναυσι-πόρ-ς, zu Schiffe fahrend; aber ναυσίπορος ποταμός, mit Schiffen zu befahren
См. также в других словарях:
πόρ — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) βλ. πους … Dictionary of Greek
πόρ' — πόρι , πόρις pario fem voc sg πόρε , πόρος means of passing a river masc voc sg πόρε , πόρω furnish aor ind act 3rd sg (epic ionic) πόρε , πόρω furnish aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασκάλ, Μπλενζ — (Pascal Blaise, Κλερμόν Φεράν, Oβέρνη 1623 – Παρίσι 1662). Γάλλος φιλόσοφος, επιστήμονας και συγγραφέας. Ο πατέρας του (Ετιέν Πασκάλ), κρατικός αξιωματούχος που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Μπλεζ έδειξε τόσο πρώιμα … Dictionary of Greek
Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό … Dictionary of Greek
Ρακίνας, Ιωάννης — (Racin, Λα Φερτέ Μιλόν, Eν 1639 – Παρίσι 1699). Ελληνοποιημένος τύπος του επωνύμου του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ρασέν. θεατρικός συγγραφέας. Έμεινε ορφανός και ανατράφηκε στο ιανσενιστικό περιβάλλον με το οποίο συνδεόταν η οικογένειά του. Στις… … Dictionary of Greek
πορφύρω — Α 1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ. γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για… … Dictionary of Greek
πόρω — Α 1. παρέχω, προσφέρω, δίνω (α. «ἣν διὰ μαντοσύνην τὴν οἱ πόρε Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ἀμέτρητον πένθος πόρε δαίμων», Ομ. Οδ.) 2. πορεύω, οδηγώ, φέρνω κάποιον κάπου («εἴ τις... δεῡρο Θησέα πόροι», Σοφ.) 3. φρ. α) «υἱov πορεῑν… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
πορθμός — Αρχαία ελληνική πόλη στη δυτική ακτή της Εύβοιας, απέναντι στον Ωρωπό. Είχε κτιστεί από τον Φίλιππο, το 342 π.Χ. * * * ο, ΝΜΑ στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πόρνη — η, ΝΜΑ γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ νη παράγεται από θ. πορ τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό ο ), το οποίο πιθ. μπορεί… … Dictionary of Greek