-
1 επιπορπημα
См. также в других словарях:
πόρπημα — ήματος, τὸ, Μ, και πόρπαμα, Α [πορπῶ, άω] ένδυμα που στερεώνεται με πόρπη αρχ. η πόρπη … Dictionary of Greek
πόρπαμα — τὸ, Α βλ. πόρπημα … Dictionary of Greek
όχμα — ὄχμα, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πόρπημα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω* (Ι) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek