-
1 καταπλοος
стяж. κατάπλους ὅ1) прибытие кораблей, высадкаτοῖς (Λακεδαιμονίοις) ἀφειδές ὅ κ. καθεστήκει Thuc. — лакедемоняне производили высадку не щадя кораблей;
ὅ Σικελικὸς κ. Dem. — прибытие кораблей из Сицилии;ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τέν πόλιν Polyb. — тотчас же после высадки начать осаду города2) обратное плавание, возвращение(οἴκαδε Xen.)
См. также в других словарях:
εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… … Dictionary of Greek
περισώζω — ΝΜΑ και περισώνω Ν διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «λίγα πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την πυρκαγιά» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην ξηρά» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων … Dictionary of Greek