-
121 ομοφρονεω
быть одного и того же мнения, быть единодушным, согласнымεἰ ὁμοφρονέοις Hom. — если бы ты разделял мои мысли;
πόλεμος ὁμοφρονέων Her. — единодушно ведущаяся война -
122 ορνυμι
эп. тж. ὀρνύω (ῠ) (impf. ὤρνυον - эп. ὄρνυον, fut. ὄρσω, aor. 1 ὦρσα - эп. 3 л. sing. iter. ὄρσασκε, эп. 1 л. pl. conjct. ὄρσομεν, aor. 2 ὤρορον, pf. 2 ὄρωρα, ppf. ὠρώρειν и ὀρώρειν; med.: impf. ὠρνύμην, fut. ὀροῦμαι, aor. 2 ὠρόμην и ὤρμην - эп. ὀρώμην; imper. praes. ὄρνῡ - эп. ὄρνῠθι, med. ὄρσο, ὄρσεο и ὄρσευ; inf. ὀρνύναι - эп. ὀρνύμεν(αι), aor. med. ὄρθαι; part. med. ὄρμενος)1) приводить в движение, побуждать, возбуждать(ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ Ἀθήνη, sc. μάχεσθαι Hom.)
δαίμονος ὀρνύντος Pind. — по побуждению божества;ὄρσεις με τἀκίνητα φράσαι Soph. — ты заставишь меня высказать сокровенное2) пригонять(αἶγας Hom.)
3) сгонять, спугивать(νεβρὸν ἐξ εὐνῆς Hom.)
4) поднимать, неперех., тж. med. вставать(τινὰ ἀπ΄ ἐσχαρόφιν Hom.)
ὀ. θύελλαν Hom. — поднимать бурю;ὀ. κονίην Hom. — вздымать пыль;ὀ. πόλεμον Hom. — разжигать войну;πόλεμος ὄρωρεν Hom. — возникла (вспыхнула) война;ὀ. γόον Hom. — поднимать вопль;ἄσβεστον γέλω ὀ. τινι Hom. — вызвать у кого-л. неудержимый смех;ὀρυμαγδὸς ὄρωρεν Hom. — поднялся шум;νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὀ. Hom. — наслать мор на войско;κύματα θαλάσσης ὀ. Hom. — взволновать море;Ἠὼς ἐκ λεχέων ὤρνυτο Hom. — Эос поднялась со (своего) ложа;ὅ γεραιὸς ἀπὸ θρόνου ὦρτο Hom. — старец поднялся с кресла;ὦρτο πόλινδ΄ ἴμεν Hom. — (Одиссей) встал, чтобы пойти в город;ὄρσο κέων Hom. — встань и иди спать5) med. бросаться, устремляться(ἐπί τινα Hom.)
ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο πεζός Hom. — (Диомед) пеший бросился (навстречу врагам);ὀρώρει οὐρανόθεν νύξ Hom. — спустилась с неба ночь;δοῦρα ὄρμενα πρόσσω Hom. — устремившиеся вперед копья;πῦρ ὄρμενον Hom. — вспыхнувшее пламя6) med. двигаться, шевелитьсяεἰς ὅ κέ μοι γούνατ΄ ὀρώρῃ Hom. — доколе смогут у меня двигаться колени, т.е. пока хватит силы
-
123 παροικος
I21) соседний(πόλεις Aesch.)
2) соседскийπ. πόλεμος Her. — война с соседями
IIὅ1) соседΚάδμου πάροικοι καὴ δόμων Ἀμφίονος Soph. — живущие возле дворца Кадма и Амфиона, т.е. фиванцы;
ὅ Ἀττικὸς π. погов. Arst. — аттический сосед, т.е. беспокойный, опасный2) парэк, житель-иноземец Diog.L., NT. -
124 περιεργος
-
125 πολεμεω
эп. πτολεμέω (fut. med. πολεμήσομαι и fut. 3 πεπολεμήσομαι в знач. pass.)1) вести войну, воеватьπ. σύν τινι и μετά τινος Xen. — воевать в союзе с кем-л., но π. μετά τινος NT. воевать против кого-л.;κατὰ θαλατταν ὅ πόλεμος ἐπολεμεῖτο Xen. — война велась на море;ὅσα ἐπολεμήθη πρὸς τοὺς Ἕλληνας Xen. — военные действия против греков2) сражатьсяπ. ἀπὸ τῶν ἵππων Plat. — сражаться в конном строю
3) идти войной, нападать(τὰς Ἀθήνας Diod.; Ῥωμαίους Polyb.)
4) перен. воевать, враждовать, бороться, спорить(τινι ὑπέρ τινος Dem.)
μέ χρείᾳ πολεμῶμεν Soph. — не будем бороться с необходимостью -
126 πολυαιξ
ϊκος (ᾱῑ) adj. стремительный, бурный, т.е. утомительный, изнурительный(πόλεμος, κάματος Hom.)
-
127 πολυδακρυς
-
128 πολυτελης
См. также в других словарях:
πόλεμος — war masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
πόλεμος — ο 1. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κρατών: Μας κήρυξε τον πόλεμο η Γερμανία. 2. περίοδος πολέμου: Γεννηθήκαμε μέσα στον πόλεμο. 3. έντονη δραστηριότητα ενάντια σε κάποιον: Μου κάνει πόλεμο τελευταία. – Πόλεμος κατά της ελονοσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εκατονταετής πόλεμος — Πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διήρκεσε από το 1337 έως το 1453, με περιόδους ανακωχής, ορισμένες από τις οποίες είχαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Είχε χαρακτήρα δυναστικό, εθνικό και οικονομικό. Ξέσπασε με τον θάνατο του Καρόλου Δ’ … Dictionary of Greek
Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… … Dictionary of Greek
Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους … Dictionary of Greek
Ιερός Πόλεμος — Ονομασία τεσσάρων πολέμων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι είχαν επίκεντρο και αφορμή τους Δελφούς. 1. Α’ Ι.Π. (600 π.Χ.). Πόλεμος της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών εναντίον της Κρίσσας για την ανεξαρτησία των Δελφών. Η Κρίσσα νικήθηκε… … Dictionary of Greek
Επταετής πόλεμος — Ονομασία δύο πολέμων που διήρκησαν επτά χρόνια. 1. Πόλεμος (1563 70) μεταξύ της Σουηδίας και των συμμάχων Λοβέκης, Δανίας και Πολωνίας. Μετά την ήττα της, η Σουηδία αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Στετίνου και αποδέχθηκε την αφαίρεση των… … Dictionary of Greek
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
Ερρίκων, Πόλεμος των τριών- — Θρησκευτικός πόλεμος στη Γαλλία με πρωταγωνιστές τον Ερρίκο Γ’ του Βαλουά, τον Ερρίκο των Βουρβόνων και τον Ερρίκο της Γκιζ. Ο πόλεμος άρχισε το 1586 και τελείωσε το 1587. Βλ. λ. Ερρίκος (όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Γαλλίας)· Γαλλία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
Τριακονταετής πόλεμος — Ευρωπαϊκή σύρραξη, που έγινε κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε γερμανικό έδαφος, μεταξύ των ετών 1618 και 1648. Προήλθε από τις θρησκευτικές διαμάχες, αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε γενική πολεμική κινητοποίηση εναντίον των Αψβούργων, οι οποίοι… … Dictionary of Greek