Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πωγώνιον

См. также в других словарях:

  • πωγώνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλούριον — ἐπιλούριον, τὸ (Μ) μακρύς επενδύτης χωρίς κουμπιά, πάνω από τον θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παράλληλο ή παρεφθαρμένο τ. τού επιλούρικον < επί + λούρικον (< λωρίκιον «θώρακας» < λατ. lorica. Η εναλλαγή ω / ου συνηθισμένη στη μσν …   Dictionary of Greek

  • πιγούνι — το / πηγούνιν, ΝΜ, και πηγούνι Ν το μέρος τής κάτω σιαγόνας που προεξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουγούνιν < πωγώνιον, υποκορ. τού πώγων με παρετυμολογική επίδραση τού ἐπί (πρβλ. πιρούνι < περόνιον). Η γρφ. τής λ. με η δεν θεωρείται σωστή] …   Dictionary of Greek

  • προπωγώνιον — τὸ, Α το πρωτοεμφανιζόμενο γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * πωγώνιον (< πώγων «γένι»)] …   Dictionary of Greek

  • πωγώνιο — το / πωγώνιον, ΝΑ [πώγων] υποκορ. τού πώγων νεοελλ. το γένειο, το πιγούνι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»