-
1 πυρωπός
A fiery-eyed, fiery, ;γλῆνος Id.Fr.300.4
;δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον IG9(1).880.7
(Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a
; τὸ λαμπρὸν καὶ π. ib.404d: neut. as Adv.,πυρωπὸν ἐμβλέπειν Ph.2.331
.II Subst. pyropus, a kind of red bronze, Plin.HN34.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρωπός
-
2 φλογωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογωπός
См. также в других словарях:
πυρωπός — ή, ό / πυρωπός, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, όμοιος με φωτιά 2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και τού… … Dictionary of Greek
πυρώπης — πύρωπες, θηλ. και πυρῶπις, ώπιδος, Α πυρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + ώπης (< ὤψ, ὠπὸς «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βλοσυρ ώπης, γλαυκ ώπης] … Dictionary of Greek