См. также в других словарях:
πυροῖ — πυρόω burn with fire pres ind mp 2nd sg πυρόω burn with fire pres opt act 3rd sg πυρόω burn with fire pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροί — πῡροί , πυρός wheat masc nom/voc pl πυρόω burn with fire pres subj mp 2nd sg πυρόω burn with fire pres ind mp 2nd sg πυρόω burn with fire pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκωνίαι πυροί — οἱ, Α τα προκώνια* … Dictionary of Greek
Kernos — Pour les articles homonymes, voir Kernos (revue). Kernos en terre cuite, de la période du Cycladique Ancien III Cycladique Moyen II (v. 2000 av. J. C.), découvert dans une tombe à Mélo … Wikipédia en Français
Kernos — de terracota, del periodo Cicládico Antiguo III Cicládico Medio II (h. 2000 a. C.), descubierto en una tumba de Milo y conservado en el Museo del Louvre (Sèvres 3552). En la cerámica griega, un kernos (en griego antiguo κέρνος o κέρχνος … Wikipedia Español
TAPYRI — populi non procul ab Hyrcanis. Dionysius, Υ῾ρκανίοι, Τάπυροί τε. Ubi Montanus: Tapyros quod attinet (neque enim admitti potest altera lectio, Υ῾ρκάνιοι τ᾿ Α῎πυροί τε, obstat enim aliorum scriptorum auctoritas, qui nusquam Α᾿πύρους, sed Ταπύρους… … Hofmann J. Lexicon universale
μηλίζω — (Α) [μήλον (Ι)] είμαι όμοιος με κυδώνι κατά το χρώμα, έχω κιτρινωπό χρώμα («πυροὶ πρὸς ὑγείας χρῆσιν ἄριστοι,... τῇ χροίᾳ μηλίζουσι», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
ολιγόχους — ὀλιγόχους, ουν και οος, οον (Α) 1. ολιγόσπερμος 2. (για δημητριακά) αυτός που φέρει λίγους καρπούς («διὸ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιέστεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. επτά χους] … Dictionary of Greek
τριακοντάδραχμος — η, ο / τριακοντάδραχμος, ον, ΝΑ, και τριακοντόδραχμος, ον, Α αυτός που έχει αξία τριάντα δραχμών, τριαντάδραχμος (α. «τριακοντάδραχμο χαρτόσημο» β. «τριακοντάδραχμοι πυροί», Πολυδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τριακοντάδραχμοι τάξη… … Dictionary of Greek
χειμόσπορος — ον, Α (για καρπό) αυτός που τόν σπέρνουν τον χειμώνα («χειμόσποροι πυροί», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό σπορος, πρωΐ σπορος] … Dictionary of Greek
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek