-
1 πυρικαής
Aπυρετός Gal. 16.709
. [[pron. full] ᾱ metri gr. in APl.c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρικαής
-
2 πυρικαές
πυρικᾱές, πυρικαήςmasc /fem voc sgπυρικᾱές, πυρικαήςneut nom /voc /acc sg -
3 πυρικαέας
πυρικᾱέας, πυρικαήςmasc /fem acc pl (epic ionic) -
4 πυρικαέος
πυρικᾱέος, πυρικαήςmasc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
5 πυρικαέσι
πυρικᾱέσι, πυρικαήςmasc /fem /neut dat pl
См. также в других словарях:
πυρικαής — ές, Α 1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται 2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + καής (< θ. καη , πρβλ. αόρ. ἐ κάη ν τού καίω), πρβλ. ηλιο καής] … Dictionary of Greek
πυρικαές — πυρικᾱές , πυρικαής masc/fem voc sg πυρικᾱές , πυρικαής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρικαέας — πυρικᾱέας , πυρικαής masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαέος — πυρικᾱέος , πυρικαής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαέσι — πυρικᾱέσι , πυρικαής masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)