-
1 πυξίδιον
πυξίδιονneut nom /voc /acc sg -
2 πυξίδιον
πυξ-ίδιον, τό,=Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυξίδιον
-
3 πυξιδίων
πυξίδιονneut gen pl -
4 πυξίδια
πυξίδιονneut nom /voc /acc pl -
5 πυξιδίω
-
6 πυξιδίῳ
См. также в других словарях:
πυξίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξιδίων — πυξίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξιδίῳ — πυξίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξίδια — πυξίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξίδιο — το / πυξίδιον, ΝΑ [πυξίον/ πυξίς, ίδος] νεοελλ. βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. φραγμόλυτη κάψα ή ασκόκαψα αρχ. 1. πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου 2. μικρό κιβώτιο από ξύλο πύξου … Dictionary of Greek