Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πυλ

См. также в других словарях:

  • ПИЛОС —     I.    • Πι̃λος,          см. Vestimenta, Одежда, 5.     II.    • Pylus,          Πύλος, название 3 городов в Пелопоннесе:        1. Πύλος ο̉ Ήλειακός, в Северной Элиде на Пенее, на дороге из Олимпии в Элиду, никогда не имевший политического… …   Реальный словарь классических древностей

  • ПИЛОС —     I.    • Πι̃λος,          см. Vestimenta, Одежда, 5.     II.    • Pylus,          Πύλος, название 3 городов в Пелопоннесе:        1. Πύλος ο̉ Ήλειακός, в Северной Элиде на Пенее, на дороге из Олимпии в Элиду, никогда не имевший политического… …   Реальный словарь классических древностей

  • Pfeiler, der — Der Pfeiler, des s, plur. ut nom. sing. Diminut. das Pfeilerchen, Oberd. Pfeilerlein, eine eckige steinerne Stütze, sie mag nun frey stehen, oder in eine Wand zum Theil eingemauert seyn, in welchem letztern Falle sie ein Wandpfeiler heißt.… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • Ορθαγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πρώτος τύραννος της Σικυώνας (τελευταίες δεκαετίες του 7ου αι. π.Χ.). Οι αρχαίες παραδόσεις για τον Ο. και την οικογένεια του (Ορθαγορίδαι) είναι αντιφατικές: το πιθανότερο είναι ότι ο Ο. ήταν ένας ευγενής που,… …   Dictionary of Greek

  • Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… …   Dictionary of Greek

  • θυρωρός — ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός) ο φύλακας τής θύρας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α) ωρός < θύρα + ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε ωρός, πυλ… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλών — κεφαλών, ῶνος, ὁ (Α) 1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός 2. το κεφαλωτόν*, το φυτό πράσο 3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. ων / ώνος (πρβλ. πευκ …   Dictionary of Greek

  • κλιμακεών — κλιμακεών, ῶνος, ὁ (Α) κλίμακα, σκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + επίθημα εών (πρβλ. κεγχρ εών, πυλ εών)] …   Dictionary of Greek

  • κυτωρός — ο ναύτης πολεμικού πλοίου που έχει τη φροντίδα τού κύτους, τού αμπαριού, κυ. αμπαρτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτος + ωρός (< ὁρῶ), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …   Dictionary of Greek

  • μυλωρός — μυλωρός, ὁ (ΑΜ) ο επιμελητής, ο προϊστάμενος τής εργασίας τού μύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + ωρός, πιθ. κατά το πυλ ωρός] …   Dictionary of Greek

  • νεκροάρτης — νεκροάρτης, ὁ (Α) νεκρεπάρτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + άρτης (< θ. αρ τού αἴρω «σηκώνω» πρβλ. μελλ. ἀρῶ), πρβλ. λιθ άρτης, πυλ άρτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»