Страницы
См. также в других словарях:
Πυθῶνι — Πῡθῶνι , Πυθών fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύθωνι — Πύ̱θωνι , Πύθων of divination masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπόδειος — και ιων. τ. τριποδήϊος, ον, και ποιητ. τ. θηλ. τριποδηΐς, ίδος, ΜΑ [τρίπους, οδος] αυτός που έχει τρία πόδια, τρίποδος (α. «οὔπω μοι Πυθῶνι μέλει τριποδήϊος ἕδρη», Καλλ. β. «τριποδηΐδι σύμπλοκον ἕδρῃ, Νόνν.) … Dictionary of Greek