-
1 παταγεω
1) стучать, грохотать, шуметьπαταγεῦσα ἅλς Anth. — ревущее море;
π. ἅτε πτηνῶν ἀγελαι Soph. — шуметь словно птичьи стаи2) заставлять звучатьτύμπανα π. Luc. — бить в бубны;
ἥ βροντέ ἐπαταγεῖτο Luc. — гром гремел
См. также в других словарях:
άτε — ἅτε (σύνδ.) (Α) 1. (ομοιωματ.) όπως, καθώς («παταγοῡσιν ἅτε πτηνῶν ἀγέλαι») 2. (αιτιολ.) (με μετοχές) επειδή, αφού, καθώς (ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεύς» καθώς λοιπόν δεν ήταν και πολύ πολύ σοφός ο Επιμηθεύς, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ.… … Dictionary of Greek