-
61 πρωράτης
-
62 πρῳράτης
-
63 πρώιραν
-
64 πρῶιραν
-
65 πρώραθε
-
66 πρῴραθε
-
67 πρώραθεν
-
68 πρῴραθεν
-
69 πρώρην
-
70 πρῴρην
-
71 მეპრორე
Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > მეპრორე
-
72 პრორი
ხომალდის თავი, ანუ წინანი, სადაცა ზის მეპრორე და ატარებს მას, ანუ მართავს საჭითა ( ნახე მეპრორე), передняя часть корабля, нос, πρώρα, πλώρη.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > პრორი
-
73 Proreus
Prōreus, eī, m. (Πρῳρεύς v. πρωρα), ein tyrrhenischer Schiffer, Ov. met. 3, 634. -
74 prōra
prōra ae, f, πρῷρα, the forepart of a ship, bow, prow: prorae admodum erectae, Cs.: terris advertere proram, V.: prorae tutela Melanthus, i. e. the lookout, O.: prorae litore inlisae, L.— Prov.: mihi prora et puppis, ut Graecorum proverbium est, fuit, etc., i. e. my intention from first to last.—A ship: aeratae steterant ad litora prorae, V., O.* * * -
75 4408
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4408
-
76 нос
-а α. προθετ. о -е, на -у, πλθ. -ы α.1. μύτη, ρις•длинный нос μακριά μύτη•
нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•
курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•
вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•
орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•
сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•
нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).
2. ράμφος•дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.
3. βλ. носик (2 σημ.).4. βλ. носок5. πλώρη, πρώρα.6. ακρωτήριο, κάβος..εκφρ.из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•- ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•оставить с -ом – μτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε). -
77 βούπρῳρος
A with the forehead or face of an ox, S.Tr.13 (ap.Str.10.2.19; Laur. Ms. βούκρανος); β. πρόσωπα Philostr.
Jun.Im.4.II β. ἑκατόμβη offering of 100 sheep and one ox, SIG604.8 (Delph., ii B. C.), Plu.2.668c, Hsch.;β. θυσία Delph.3(2).66
; ἔπεμψαν Κεῖοι δωδεκηΐδα β. ταῦρον Dürrbach Choix d' Inscriptions de Délos p.183 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούπρῳρος
-
78 διακαλλωπίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακαλλωπίζω
-
79 καλλίπρῳρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπρῳρος
-
80 μασχάλη
A arm-pit,ὑπὸ μασχάλῃ h.Merc. 242
, etc.; in pl., Ar.Ach. 852, Ec.60; μασχάλην αἴρειν, = κωθωνίζεσθαι, Cratin.298;οἰνωμένος μ. ἆραι Ael.Ep.15
; of animals, ; μ. τῶν ἐμπροσθίων σκελῶν, of elephants, Arist. PA 688b5.II in trees and plants, hollow at base of a shoot, axil, Thphr.CP1.6.4; hence, branch, Id.HP3.15.1.2 young palm-twigs for making baskets or ropes, Hsch.IV in a ship, the part of the πρῷρα to which the ἀρτέμων is fastened, Hsch.V part of a dirigible χελώνη, Ath.Mech.34.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μασχάλη
См. также в других словарях:
πρῷρα — forepart of a ship fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο … Dictionary of Greek
πρῴρα — πρῴ̱ρᾱ , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc/acc dual πρῴ̱ρᾱ , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc/acc dual (ionic) πρῴ̱ρᾱ , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῴρᾳ — πρῴ̱ρᾱͅ , πρῷρα forepart of a ship fem dat sg (attic doric aeolic) πρῴ̱ρᾱͅ , πρῷρα forepart of a ship fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῷρᾳ — πρῷραι , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc pl πρῷραι , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλώρη ή πρώρα — Το μπροστινό άκρο ενός σκάφους και κατ’ επέκταση όλο το πρωραίο τμήμα προς διάκριση από την κεντρική και την πρυμναία ζώνη. Βασικό δομικό στοιχείο της είναι το κοράκι (στείρα), σχήματος γενικά καμπύλου (με την κοιλότητα προς τα έξω), αλλά συχνά… … Dictionary of Greek
πρῶιρα — πρῷρα , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῷραι — πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc pl πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῳρατεῦσαι — πρῳρᾱτεῦσαι , πρῳρατεύω to be a aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῳρατεύειν — πρῳρᾱτεύειν , πρῳρατεύω to be a pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῳράτην — πρῳρά̱την , πρῳράτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)