-
21 встречный
встречный1. прил ἀντίθετος, ἐνάν-τιρς:\встречный ветер ὁ ἀντίθετος ἀνεμος· \встречный поезд (τό) διασταυρούμενο τραίνο, τό ἀντίθετο τραίνο· \встречный вопрос ἡ ἀντερώτη-ση· \встречный иск юр. ἡ ἀνταγωγή·2. м ὁ διαβάτης, ὁ περαστικός:первый \встречный ὁ πρώτος τυχών. -
22 двадцать
два́дцат||ьчисл. колич. είκοσι:\двадцать один είκοσι ἐνα· \двадцать первый είκοστός πρώτος· по \двадцатьй ἀπό είκοσι. -
23 запевала
запев||алам ὁ τραγουδιστής πού ἀρχίζει πρώτος τό τραγούδι. -
24 идея
иде||яж в разн. знач. ἡ Ιδέα, ἡ ἔν-νοια / филос. τό νόημα:политические \идеяи οἱ πολιτικές Ιδέες· \идея романа ἡ Ιδέα τοῦ μυθιστορήματος· он первый по́дал эту \идеяю πρώτος είχε αὐτή τήν ίδέα· счастливая \идея ἡ σωστή Ιδέα· навязчивая \идея ἡ ἔμμονη Ιδέα -
25 наперебой
наперебойнареч ὀποιος προλάβει πρώτος. -
26 начальный
начальн||ыйприл I. (находящийся в начале) ἀρχικός, πρώτος:\начальныйые главы романа τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ μυθιστορήματος· \начальныйая буква τό ἀρχικό γράμμα· 2· (первоначальный) στοιχειώδης:\начальныйое образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· \начальныйая школа τό δημοτικό σχολείο. -
27 неделимый
недели́м||ыйприл ἀδιαίρετος:\неделимыйое число́ ὁ πρώτος ἀριθμός. -
28 первенец
первенецм ὁ πρωτότοκος / перен ὁ πρώτος. -
29 первоочередной
первоочереди||ойприл πρώτιστος, ἐπείγων, πρώτος:\первоочереднойа́я задача τό ἐπείγον καθῆκον. -
30 поперечныЙ
попереч||ныЙприл ἐγκάρσιος:\поперечныЙный брус ἡ τραβέρσα, τό διάπηγμα, ἡ διαδοκίς· ◊ каждый встречный и \поперечныЙный разг ὁ πρώτος τυχών, ὀποιος τύχει. -
31 прибегать
прибегать Iнесов καταφεύγω, προστρέχω:\прибегать к чьему́-л. содействию καταφεύγω στή βοήθεια κάποιου· \прибегать к решительным мерам χρησιμοποιώ ἀποφασιστικά μέτρα· \прибегать к насилию μεταχειρίζομαι βίαприбега||ть IIнесов (προσ)τρέχω:он всегда́ \прибегатьл первым (на состязаниях) τερμάτιζε πάντα πρώτος. -
32 простой
прост||о́й Iприл1. (нетрудный, несложный) ἀπλός [-ους], εὐκολος:\простойа́я задача ἀπλό (εύκολο) πρόβλημα· \простойо́е дело ἀπλή ὑπόθεση·2. (обыкновенный) απλος [-οϋς], κοινός/ λιτός (о пище, о столе):\простой костюм τό ἀπλό κοστούμι· \простойые люди οἱ ἀπλοί ἀνθρωποι· \простойые смертные οἱ κοινοί θνητοί·3. (естественный, безыскусственный) φυσικός, ἀπλός/ ἀγαθός, ἀπλοϊκός (простодушный)·4. (не составной) ἀπλός [-οῦς]:\простойо́е число́ мат πρώτος ἀριθμός· ◊ \простойым глазом μέ γυμνό μάτι.простой IIм (в работе) τό χασομέρι. -
33 ранний
ранн||ийприл1. (рано наступивший) πρόωρος, πρώιμος:\раннийяя зима ὁ πρόωρος χειμώνας· \раннийяя старость τό πρόωρον γήρας· \ранний сев ἡ πρώιμη σπορά· \раннийие овощи τά πρώιμα λαχανικά, τά πρωϊμάδια, τά πρωτολούβιά2. (о времени):с \раннийнх лет ἀπ' τά μικρά χρόνια· с \раннийего утра σύν-ταχα, πολύ πρωί· \раннийим у́тром, в \ранний час (ἐ)νωρίς, πολύ πρωί·3. перен (о начальном периоде) πρώτος:\раннийие рассказы Толстого τά πρώτα διηγήματα τοῦ Τολστόϊ· ◊ из молодых да \ранний μικρός ἀλλα πονηρός. -
34 тур
тур Iм в разн. знач. ὁ γῦρος:\тур вальса ὁ γῦρος τοῦ βαλς· первый \тур соревнований ὁ πρῶτος γδρος των ἀγώνων.тур IIм зоол. τό πρωτόγονο βόδι. -
35 be first past the post
(to win.) τερματίζω πρώτος/κερδίζω -
36 early
['ə:li] 1. adverb1) (near the beginning (of a period of time etc): early in my life; early in the afternoon.) νωρίς2) (sooner than others; sooner than usual; sooner than expected or than the appointed time: He arrived early; She came an hour early.) νωρίτερα2. adjective1) (belonging to, or happening, near the beginning of a period of time etc: early morning; in the early part of the century.) αρχικός/πρωινός2) (belonging to the first stages of development: early musical instruments.) πρώτος3) (happening etc sooner than usual or than expected: the baby's early arrival; It's too early to get up yet.) πρόωρος,πρώιμος4) (prompt: I hope for an early reply to my letter.) έγκαιρος,χωρίς καθυστέρηση•- early bird -
37 early bird
(someone who gets up early or who acts before others do.) πρωινός,πρώτος στο πόδι -
38 first/full cousin
(a son or daughter of one's uncle or aunt.) πρώτος ξάδελφος/-η -
39 foremost
['fo:moust](most famous or important: the foremost modern artist.) πρώτος,πρώτιστος -
40 lead
I 1. [li:d] past tense, past participle - led; verb1) (to guide or direct or cause to go in a certain direction: Follow my car and I'll lead you to the motorway; She took the child by the hand and led him across the road; He was leading the horse into the stable; The sound of hammering led us to the garage; You led us to believe that we would be paid!) οδηγώ, καθοδηγώ2) (to go or carry to a particular place or along a particular course: A small path leads through the woods.) οδηγώ3) ((with to) to cause or bring about a certain situation or state of affairs: The heavy rain led to serious floods.) προκαλώ4) (to be first (in): An official car led the procession; He is still leading in the competition.) είμαι επικεφαλής: προηγούμαι5) (to live (a certain kind of life): She leads a pleasant existence on a Greek island.) διάγω, περνώ2. noun1) (the front place or position: He has taken over the lead in the race.) πρώτη θέση2) (the state of being first: We have a lead over the rest of the world in this kind of research.) πρωτοπορία, προβάδισμα3) (the act of leading: We all followed his lead.) καθοδήγηση, παράδειγμα4) (the amount by which one is ahead of others: He has a lead of twenty metres (over the man in second place).) προβάδισμα5) (a leather strap or chain for leading a dog etc: All dogs must be kept on a lead.) λουρί σκύλου6) (a piece of information which will help to solve a mystery etc: The police have several leads concerning the identity of the thief.) στοιχείο7) (a leading part in a play etc: Who plays the lead in that film?) πρώτος / πρωταγωνιστικός ρόλος•- leader- leadership
- lead on
- lead up the garden path
- lead up to
- lead the way II [led] noun1) (( also adjective) (of) an element, a soft, heavy, bluish-grey metal: lead pipes; Are these pipes made of lead or copper?) μόλυβδος2) (the part of a pencil that leaves a mark: The lead of my pencil has broken.) γραφίτης μολυβιού•- leaden
См. также в других словарях:
πρωτός — destined masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
πρῶτος — πρότερος before masc nom sg πρῶτος before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… … Dictionary of Greek
Πρώτος — ό, Α (στη Φωκίδα) μήνας αντίστοιχος προς τον δελφικό Ηραίο … Dictionary of Greek
πρωτός — ή, όν, Α ο καθορισμένος από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρω τού πέ πρω ται, παρακμ. τού άχρηστου ενεστ. πόρω* «παρέχω, προσφέρω»] … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό ένα. 2. αυτός που ξεπερνά όλους τους άλλους στη χρονική ή τοπική σειρά, στο βαθμό, στην αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πρωτά — πρωτός destined neut nom/voc/acc pl πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc/acc dual πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόν — πρωτός destined masc acc sg πρωτός destined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek