Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πρῶτοι+πάντων+ἀνθρώπων

  • 1 πρωτος

         πρῶτος
        дор. πρᾶτος 3
        [superl. к πρό См. προ]
        1) первый
        

    πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ Hom. — в первом (же) бою;

        τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερέων Her.с первого же дня

        2) первый, старший, главный
        

    (πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων Her.; ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι NT.)

        αἱ πρῶται πόλεις Thuc. — главнейшие города;
        οἱ πρῶτοι στρατοῦ Soph. — военачальники;
        οἱ πρῶτοι Arst. — граждане первого податного класса;
        ἀρετῇ π. Soph. — первый по доблести;
        π. χρῆμασι Thuc.богатейший

        3) первый, передний, начальный
        

    τὸν πρῶτον τοῦ χρόνου Xen. — с самого (же) начала;

        ἐν πρώτῳ ῥυμῷ Hom. — на конце дышла;
        πρῶται θύραι Hom. — наружные двери;
        πρὸς πρώτην ἕω Soph. — на рассвете;
        οἱ πρῶτοι ( или πρόσθιοι) ὀδόντες Arst. — передние зубы;
        ὅ π. οὐρανός Arst. — первое небо, т.е. сфера «неподвижных» звезд

        4) предыдущий, прежний
        5) филос. первый, чистый
        τὰ πρῶτα Plat., Arst. — первоначала;
        ὅ π. ἀριθμός Arst. — чистое, т.е. отвлеченное, неэмпирическое число (у мат. авторов - простое число);
        ἥ πρώτη φ. Arst. - см. φιλοσοφία 3

        6) лог. главный, основной
        ὅρος π. Arst.большой термин (силлогизма) - см. тж. πρῶτα, πρώτη, πρῶτον

    Древнегреческо-русский словарь > πρωτος

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»