Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρᾶγος

См. также в других словарях:

  • πρᾶγος — state affairs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράγος — άγεος, τὸ, Α 1. ποιητ. τ. τού πρᾱγμα 2. τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρᾱγ τού πράττω* με σιγμόληκτο σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • πολύπραγος — η, ο, Ν 1. αυτός που ασχολείται ή έχει ασχοληθεί με πολλά 2. πολύτροπος, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πραγος (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πράγ μα), πρβλ. ά πραγος, κακό πραγος) …   Dictionary of Greek

  • πράγει — πρά̱γει , πρᾶγος state affairs neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρά̱γεϊ , πρᾶγος state affairs neut dat sg (epic ionic) πρά̱γει , πρᾶγος state affairs neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλόπραγος — η, ο 1. αυτός που πράττει τα καλά, τα δίκαια, που έχει καλούς τρόπους 2. αυτός που φέρνει το καλό, τυχερός, γουρλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πραγος (< πράττω), πρβλ. πολύ πραγος] …   Dictionary of Greek

  • πράγη — πράσσω pass through aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πρά̱γη , πράσσω pass through aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πρά̱γη , πρᾶγος state affairs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρά̱γη , πρᾶγος state affairs neut nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • πράγεσιν — πρά̱γεσιν , πρᾶγος state affairs neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράγους — πρά̱γους , πρᾶγος state affairs neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»