Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρό-θεν

  • 1 перед

    перед I
    предлог с твор. п.
    1. (при обозначении места) μπροστά, ἐνώπιον, ἔμπροσ-θεν:
    \перед домом μπροστά στό σπίτι· \перед дверьми́ πρό τῶν θυρών, μπροστά στήν πόρτα· передо мной μπροστά μου, ἐνώπιον μου· \перед глазами μπροστά στά μάτια·
    2. (при обозначении времени) πρίν, πρό:
    \перед восходом со́лица πρίν ἀνατείλει ὁ ήλιος, πρό τῆς ἀνατολής τοῦ ήλίου· \перед обедом πρό τοῦ φαγητοῦ· \перед началом занятий πρίν ἀπό τήν Εναρξη τῶν μαθημάτων, πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων \передтем, как выйти и́з дому πρίν ἔβγω ἀπό τό σπίτι·
    3. (по отношению к кому-л., чему-л.) προς, παρά:
    долг \перед Родиной^ τό καθήκον πρός τήν πατρίδα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγγνώμη ἀπό κάποιον
    4. (по сравнению) ἐν συγκρίσει:
    они́ ничто́ \перед ним αὐτοί δέν εἶναι τίποτε ἐν συγκρίσει μ' αὐτόν.
    перед II
    м τό μπροστινό μέρος:
    \перед дома ἡ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > перед

См. также в других словарях:

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος …   Dictionary of Greek

  • CEPHALE — Graece Κεφαλὴ, castrum Atticae, ad tribum Acamantidem pertinens, ubi Castoris et Pollucis celebris olim aedes. Eius memoriam servat haec Inscr. Eleusine, in basi statuae cuiusdam, principatu Commodi constructae: ΔΗΜΗΤΡΙΚΑΙΚΟΡΗΙ ΗΙΕΡΑ ΓΕΡΟΓΣΙΑ Μ.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PROPONTIS — I. PROPONTIS provinc. Praetoria, Augusti temporibus, sicut Bithynia et Ponticae pars, ab Asiae specialiappellatione separata: ut cuius pars citerioris seu proprie dictae Asiae terminus fuit, ab Occidente. Vide cundem ad Solin. p. 802. et 809. et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»