-
1 προσειμι
I[εἰμί] (inf. προσεῖναι, impf. προσῆν, fut. προσέσομαι)1) быть прибавленным, добавлятьсяπροσέσται (τοῖς λόγοις) τι καὴ τῆς ἐμῆς ὄφιος Her. — к рассказам (египетских жрецов) присоединится и кое-что из моих собственных наблюдений
2) быть сопряженным, быть свойственным, относитьсяοὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόσεστιν Eur. — не одни лишь невзгоды сопряжены со старостью;
τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι Xen. — с насилием связана ненависть3) быть в наличии, присутствовать, существоватьγνώμη εἴ τις κἀπ΄ ἐμοῦ πρόσεστι Soph. — если есть и во мне хоть капля разума;
ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Soph. — чтобы остаться неузнанным;τύχη μόνον προσείη Arph. — пусть только счастье (нам) сопутствует;τῷ προσιόντι (от προσιέναι) προσεῖναι Hes. — быть в готовности перед нападающим;ὃ προσὸν ἢ μέ προσὸν μηδὲν ποιεῖ ἐπίδηλον Arst. — то, присутствие или отсутствие чего не замечается4) быть собственностью, принадлежатьἢν δέ τι προσεργασώμεθα, καὴ ταῦτα προσέσται Xen. — если же мы еще кое-что заработаем, и это будет наше;
τὰ προσόντα τινί Dem. чья-л. — собственность5) быть в излишкеτὸ προσόν Dem. — излишек, остаток
II[εἶμι] (inf. προσιέναι, impf. προσῄειν, fut. πρόσειμι, imper. πρόσιθι)1) подходить, подступать, приближаться(σιγῇ Xen.; δῶμα Aesch. и δόμους Eur.)
πρόσιθι Eur. — подойди;π. τινί, εἴς и πρός τινα Her., Trag., Plat. — подходить, приходить, приближаться или обращаться к кому-л.;τὸ π. καὴ ἀπιέναι Arst. — приход и уход2) выступать с речью(π. πρὸς δῆμον или π. τῷ δήμῳ Xen.)
3) ( о времени) приближаться, наступать(ἐπεὰν προσίῃ ὅ τεταγμένος χρόνος Her.)
ἐπεὴ δὲ ἑσπέρα προσῄει Xen. — когда наступил вечер4) наступать, нападать(τῇ πόλει, πρός и ἐπί τινα Xen.)
5) приступать, принимать участиеπ. πρὸς τέν πολιτείαν Aeschin. и π. τῇ πολιτείᾳ Plut. — принимать участие в государственных делах
6) присоединяться, примыкать(τινί Thuc.)
7) ( о доходах) поступатьτὰ προσιόντα (χρήματα) Arph. — поступления, доходы;
προσιόντων ἑξακοσίων ταλάντων ἄνευ τῇς ἄλλης προσόδου Thuc. — так как (ежегодно) поступало шестьсот талантов, не считая других доходов -
2 προσανειμι
[εἶμι] восходить, подниматьсяτὸ μὲν ἄρτι ἀναβεβήχει, τὸ δ΄ ἔτι προσανῄει Thuc. — часть (афинских войск) уже поднялась, другая только еще поднималась
-
3 προσηγορεω
обращаться с речьюπ. φίλως Soph. — обращаться со словами дружбы;
προσηγορήσων εἶμι Eur. — пойду сказать несколько слов (Иокасте)
См. также в других словарях:
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… … Dictionary of Greek
προσιτήριο — το, Ν στρ. όρυγμα που κατασκευάζεται από πολιορκητές οχυρής θέσης, ώστε να πλησιάζουν απαρατήρητοι ή καλυμμένοι σε πολιορκούμενο στόχο, έργο προσπέλασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσ ειμι (πρβλ. προσιτός) + επίθημα τήριο (πρβλ. εισιτήριο: εἴσειμι)] … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… … Dictionary of Greek
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
ελεύθω — ἐλεύθω (Α) έρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων. αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας… … Dictionary of Greek
προσυπακούω — ΜΑ 1. ακούω κάτι επί πλέον («κάλλιστα... ὑπήκουσας τοῑς λόγοις τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.) 2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται τό, Σὸς εἰμί σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.) 3.… … Dictionary of Greek
ύπειμι — (I) Α 1. υπεισέρχομαι, εισχωρώ κρυφά 2. καταλαμβάνω αιφνίδια («ἡ τυραννὶς ὡς λάθρᾳ γ ἐλάμβαν ὑπιοῡσά με», Αριστοφ.) 3. (για πρόσ.) αποκτώ με επιτήδειο τρόπο την εύνοια κάποιου («οὕτω γὰρ ὑπῄει τὸ μειράκιον αὐτόν», Πλούτ.) 4. αναχωρώ σιγά σιγά ή… … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek