Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρὸς+ὀργήν

  • 1 Fly

    subs.
    Ar. and P. μυῖα, ἡ (Xen.).
    Gadfly: P. and V. μύωψ, ὁ (Plat.), V. οἶστρος, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Avoid: P. and V. φεύγειν, ἐκφεύγειν, διαφεύγειν, ποφεύγειν, εὐλαβεῖσθαι, ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), Ar. and P. ἐκτρέπεσθαι, P. ὑποχωρεῖν, ὑποφεύγειν, Ar. and V. ποστρέφεσθαι (also Xen.), V. φυγγνειν, ἐκφυγγνειν, λύσκειν, ἐξαλύσκειν.
    Desire to fly: V. φευξείειν (acc.).
    V. intrans. Run away: P. and V. φεύγειν, ἐκφεύγειν, ποφεύγειν, διαφεύγειν, ἐκδιδράσκειν (Eur., Heracl. 14), Ar. and P. ποδιδράσκειν.
    Of an army being routed: P. and V. φεύγειν, τρέπεσθαι, V. φυγὴν αἴρεσθαι.
    Fly for refuge: P. and V. καταφεύγειν.
    Fly from one's country: P. and V. φεύγειν (absol.).
    Fly to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, acc.), P. καταφεύγειν (εἰς or πρός, acc.), V. φεύγειν (εἰς, acc.).
    ——————
    v. intrans.
    As a bird: P. and V. πέτεσθαι, Ar. and V. ποτᾶσθαι.
    Fly away: lit. and met., P. and V. ναπέτεσθαι (Plat.). ἐκπέτεσθαι (Plat.), διαπέτεσθαι (Plat.), Ar. and P. ποπέτεσθαι (Plat.).
    Fly down: Ar. καταπέτεσθαι.
    Fly in: Ar. εἰσπέτεσθαι.
    Fly over: Ar. ἐπιπέτεσθαι (acc. or dat.).
    Fly round: Ar. περιπέτεσθαι (absol.).
    Fly through: Ar. and V. διαπέτεσθαι (acc., or δι, gen.).
    ——————
    v. intrans.
    Rush, burst: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι; see Rush.
    Fly apart: P. and V. διαρρήγνυσθαι, ῥήγνυσθαι.
    Fly at: see Attack.
    Fly into, rush into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, acc., V. dat. alone); see Rush.
    Fly into a passion: V. πρὸς ὀργὴν ἐκφέρεσθαι (Soph., El. 628), εἰς ὀργὴν πίπτειν (Eur., Or. 696).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fly

  • 2 Angrily

    adv.
    P. and V. πικρῶς, διʼ ὀργῆς, Ar. and P. χαλεπῶς, P. ὀργίλως, Ar. and V. πρὸς ὀργήν, V. πʼ ὀργῆς, ἐξ ὁργῆς, περθμως, περκότως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Angrily

  • 3 Indignantly

    adv.
    Ar. and P. χαλεπῶς, P. ὀργίλως, P. and V. διʼ ὀργῆς, πικρῶς, V. ἐξ ὀργῆς, περθύμως, περκότως, πʼ ὀργῆς, Ar. and V. πρὸς ὀργήν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Indignantly

  • 4 Put

    v. trans.
    P. and V. τιθέναι.
    Setup: P. and V. καθίζειν.
    Appoint: P. and V. καθιστναι, τάσσειν, προστάσσειν.
    Be put: P. and V. κεῖσθαι.
    Put ( a question): P. and V. προτιθέναι.
    Put around: P. and V. περιβάλλειν, Ar. and P περιτιθέναι, V. ἀμφιβάλλειν, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι.
    Put aside: see put off, put away.
    Put aside a garment: Ar. κατατθεσθαι.
    met., put aside a feeling: P. and V. φιέναι, μεθιέναι, V. παριέναι.
    Put away: Ar. and P. ποτθεσθαι.
    Set aside as reserve: P. χωρὶς τίθεσθαι. Ar. and P. ποτθεσθαι.
    Divorce: P. ἐκπέμπειν, ἐκβάλλειν.
    Put away ( in eating): Ar. ποτθεσθαι (Eq. 1219).
    met., dismiss a feeling: P. and V. φιέναι. μεθιέναι, V. παριέναι.
    Put before: P. and V. προτιθέναι; see lay before.
    Put by: see put aside.
    Put by one: P. and V. παρατθεσθαι (Eur., Cycl. 390).
    Put down, lit.: P. and V. κατατιθέναι (Eur., Cycl. 547).
    As payment on deposit: Ar. and P. κατατιθέναι.
    Put down to anyone's account: P. and V. ναφέρειν (τι εἰς τινά); see Impute.
    I volunlarily gave the sums spent and did not put them down ( to the states account): P. τἀνηλωμένα ἐπέδωκα καὶ οὐκ ἐλογιζόμην (Dem. 264).
    Put an end to: P. and V. καθαιρεῖν, παύειν, λειν, Ar. and P. καταπαύειν, καταλειν.
    Help to put down: P. συγκαταλύειν (acc.)
    Subdue: P. and V. καταστρέφεσθαι, κατεργάζεσθαι.
    Put forth, germinate: P. and V. φειν; see Yield.
    Exert: P. and V. χρῆσθαι (dat.); see Show.
    Put out to sea: see put out.
    Put forward as spokesman: P. προτάσσειν.
    Put forward for election: P. προβάλλειν (Dem. 276).
    Introduce: P. and V. ἐπάγειν, εἰσάγειν, εἰσφέρειν, προσφέρειν, προτιθέναι.
    Put forward as an excuse: P. and V. προβάλλειν (mid. also P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cycl. 319), V. προτείνειν.
    Put in: P. and V. εἰστιθέναι, ἐντιθέναι, ἐμβάλλειν.
    Put in, introduce ( evidence): P. ἐμβάλλειν.
    Put in the witness box: P. ἀναβιβάζειν (τινά).
    V. intrans. In nautical sense: P. and V. κατγεσθαι, P. σχεῖν ( 2nd aor. of ἔχειν), καταίρειν, προσβάλλειν.
    Put in at: P. σχεῖν (dat. or πρός, acc.) ( 2nd aor. of ἔχειν), προσβάλλειν (dat. or πρός, acc. or εἰς, acc.), ναῦν κατάγειν (εἰς, acc.), προσίσχειν (dat.), προσμίσγειν (dat.), καταίρειν (εἰς, acc.), κατίσχειν (εἰς, acc.), P. and V. προσσχεῖν ( 2nd aor. προσέχειν) (dat. or εἰς acc., V. also acc., alone), κατγεσθαι (εἰς, acc., V. acc. alone), V. κέλλειν (εἰς, acc., πρός, acc., ἐπ, acc., or acc. alone); see touch at.
    Whose puts in at this land: V. ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν (Eur., I.T. 39).
    Putting in at Malea: V. Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν (Eur., Or. 362).
    Put in mind: see Remind.
    Put in practice: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Put off ( clothes): P. and V. ἐκδεσθαι, Ar. and P. ποδεσθαι.
    Postpone: P. and V. ναβάλλεσθαι (Eur., Alc. 526), εἰς αὖθις ποτθεσθαι.
    If a man sins against you in any way you put off till another time your anger against him: κἂν ὁτιοῦν τις εἰς ὑμᾶς ἐξαμάρτῃ τούτῳ τὴν ὀργὴν εἰς τἆλλα ἔχετε (Dem. 259).
    Put out to sea: see put out.
    Evade: P. ἐκκρούειν, διακρούεσθαι; see Evade.
    They put you off by saying he is not making war on the city: P. ἀναβάλλουσιν ὑμᾶς λέγοντες ὡς ἐκεῖνός γε οὐ πολεμεῖ τῇ πόλει (Dem. 114).
    I put them off, speaking them fair in word: V. ἐγὼ δὲ διαφέρω λόγοισι μυθεύουσα (Eur., H.F. 76).
    Put on: P. and V. ἐπιτιθέναι, προστιθέναι.
    Put on (clothes, etc.): P. and V. ἐνδειν, περιβάλλειν, Ar. and P. ἀμφιεννναι, V. ἀμφιβάλλειν, ἀμφιδεσθαι, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι, ἀμπίσχειν.
    Feign: Ar. and P. προσποιεῖσθαι.
    Put on, adj.: P. προσποιητός.
    Sham: P. and V. πλαστός (Xen.), V. ποιητός.
    Put out, cast out: P. and V. ἐκβάλλειν.
    Stretch out: P. and V. ἐκτείνειν, προτείνειν.
    Extinguish: P. and V. σβεννναι (Thuc. 2, 77), ποσβεννναι, κατασβεννναι; see Quench.
    Put out ( the eyes): V. ἐκτρβειν (Eur., Cycl. 475); see Blind.
    Put out ( at interest or on cuntract): P. ἐκδιδόναι.
    Put out of the way: P. and V. πεξαιρεῖν, φανίζειν, P. ἐκποδὼν ποιεῖσθαι.
    Annoy: P. and V. ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), V. ὀχλεῖν.
    Disconcert: P. and V. ταράσσειν, ἐκπλήσσειν.
    Put out to sea: P. and V. παίρειν, νγεσθαι, ἐξανγεσθαι, P. ἐπανάγεσθαι, ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι, ἀναπλεῖν, αἴρειν.
    Put out ( against an enemy): P. ἀντανάγεσθαι (absol.), ἀντανάγειν (absol.).
    Put out in advance: P. προανάγεσθαι.
    Put out secretly: P. ὑπεξανάγεσθαι.
    Put out with others: P. συνανάγεσθαι (absol.).
    Put over, set in command: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    Put round: see put around.
    Put to: see Shut.
    Though hard put to it, he got round unobserved: P. χαλεπῶς τε καὶ μόλις περιελθὼν ἔλαθε (Thuc. 4, 36).
    Put to sea: see put out.
    Put together: P. and V. συντιθέναι.
    Put under: P. and V. ποβάλλειν (τί τινι) (Xen.).
    Put up ( to auction): P. ἀποκηρύσσειν.
    Put up ( a person to speak): P. ἐνιέναι (ἐνίημι) (Thuc. 6, 29).
    Put forward: P. προτάσσειν.
    Put a person up to a thing: use encourage, suggest.
    Put up ( for the night): Ar. and P. καταλύειν.
    Put up (a house, etc.): P. καταλύειν (εἰς, acc.); see Lodge.
    Put up with: P. and V. φέρειν, νέχεσθαι, πέχειν, φίστασθαι; see Endure.
    Acquiesce in: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), P. ἀγαπᾶν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.).
    Put upon: see put on.
    met., oppress: P. and V. δικεῖν, κακοῦν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Put

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • PLUTARGHUS Chaeronensis — Philiosophus, Historicus et Orator, foloruit sub Nerva, Traiano et Adriano Imperatorib. Discipul. Ammonii fuit primum, dein in Graecia et Aegypto, eruditos adiit, ubique exactissime omnibus annotatis. Exin Romam profectus, magno ibi in pretio… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω …   Dictionary of Greek

  • οξύρροπος — ὀξύρροπος, ον (Α) 1. (κυρίως για ευαίσθητο ζυγό) αυτός που έχει οξεία ροπή, αυτός που κλίνει αμέσως προς τη μία από τις δύο πλευρές 2. μτφ. αιφνίδιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύρροπον η ορμητικότητα, η σφοδρότητα 4. φρ. «ὀξύρροπος πρὸς τὴν ὀργὴν» ή …   Dictionary of Greek

  • Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr …   Wikipedia

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»