-
1 μνησι-κακέω
μνησι-κακέω, des erlittenen Bösen eingedenk sein, Her. 8, 29; bes. bei Beilegung politischer Streitigkeiten und Rückführung von Verbannten üblich, μηδέν, Thuc. 4, 74. 8, 73; σίγα μὴ μνησικακήσῃς, Ar. Plut. 590, vgl. Nubb. 986; μὴ μνησικακήσῃς, εἰ Φυλὴν κατέλαβες, Plut. 1146, auf die bekannte, von Thrasybul nach der Verjagung der dreißig Männer veranlaßte Amnestie gehend, daß die siegende Partei des ihr in der vorigen Zeit angethanen Leides nicht gedenken wolle; τινός, Antiph. 2 α 6; τινί, φράσω γὰρ οὔτι μνησικακεῖν βουλόμενος ὑμῖν, Plat. Lgg. IV, 706 a; Andoc. 1, 90; Lys. 18, 19; ἔδοξε μὴ μνησικακεῖν ἀλλήλοις τῶν γεγενημένων, Andoc. 1, 81, wie Xen. μὴ μνησικακήσειν τὸν βασιλέα αὐτοῖς τῆς σὺν Κύρῳ ἐπιστρατείας, An. 2, 4, 1; Dem. 18, 96; πρός τινα, ih. 101, περί τινος, Isocr. 14, 14; absol., Xen. Hell. 2, 4, 30, Dem. 59, 46 u. öfter, wie auch Sp., z. B. Luc. Nigr. 10.
См. также в других словарях:
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
προσκατατάσσω — Α 1. κατατάσσω επί πλέον 2. εξαρτώ ή προσαρτώ επί πλέον, επισυνάπτω («εἰς τὴν φυλὴν ταύτην καταλεχθῆναι τοὺς δεῑνα καὶ τοὺς προσκαταταγησομένους», πάπ.) 3. προσκολλώ κάποιον σε κάτι, επιβάλλω σε κάποιον αφοσίωση προς κάτι («προσκατατάσσειν τῷ θεῷ … Dictionary of Greek