Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πρὸς+τὸν+καιρόν

  • 41 ἅπας

    ᾰπας (ἅπας, ἅπαντα; -αντες, -άντων, -αντας: ἅπασα, -ας, -αν; -αις, -ας: ἅπαν, ἅπαντι, ἅπᾰν; ἁπάντων, ἅπαντα)
    1 all, every, the whole of A adj.
    1 c. def. art.
    a which follows

    ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30

    b which precedes

    αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ N. 1.69

    ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.72

    2 without art.

    ἁπάντων καλῶν ἄμμορος O. 1.84

    ἐν ἅπαντι κράτει in every success O. 10.82

    ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον O. 13.17

    ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα O. 13.26

    στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ P. 1.28

    θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται P. 2.49

    ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 4.83

    ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν have every care for P. 4.276 πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἀγλαίαν ἔδειξεν ἅπασαν codd.: ἅπασαν del. byz.) P. 6.46

    ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114

    ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας N. 4.83

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής N. 5.16

    μυχῷ Ἑλλάδος ἁπάσας N. 6.26

    τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον N. 7.56

    χεῖρα · τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις full rein I. 2.22 πίθοι τε πλῆσθεν ἅπαντες *fr. 104b. 5.*
    3 quasi adv., in every respect

    τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100

    νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21

    παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος in full flower Θρ. 7. 7, cf. N. 6.2 B subs., everyone, everything

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα O. 6.48

    μία δοὐχ

    ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72

    ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες I. 7.42

    ὀλβίᾳ δ' ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν ( ὄλβιοι δ' λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.) fr. 131a ad Θρ.. μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. C frag. ]

    ἅπας[ Pae. 10.6

    Lexicon to Pindar > ἅπας

  • 42 ὠνέομαι

    ὠνέομαι, Hes.Op. 341, etc.: [tense] fut.
    A

    - ήσομαι E.Hec. 360

    , Ar.Ach. 815, Pax 1261, Lys.22.22, [dialect] Dor. ὠνασοῦμαι (v. infr.):—in [dialect] Att. usu. with the syllabic augment,

    ἐωνούμην Eup.184

    , And.1.134,

    ἀντ-εωνεῖτο X. Oec.20.26

    , etc.: but

    ὠνέετο Hdt.3.139

    ,

    ὠνέοντο Id.1.69

    ,

    ὠνούμην Lys. 7.4

    codd.,

    ἀντ-ωνεῖτο And.1.134

    ,

    ἐξ-ωνεῖτο Aeschin.3.91

    : [tense] aor. 1

    ἐωνησάμην Plu.Cic.3

    ;

    ὠνησάμην Hp.Ep.17

    , Plu.Nic.10, Luc.Herm.81; part.

    ὠνησάμενος Plb.4.50.3

    , D.H.7.20: ὠνήσασθαι not in Attic inscrr. earlier than IG22.1035.8 (i B. C.), ἐπριάμην being used in [dialect] Att.; ὠνησάμην in the prov.

    Χῖος δεσπότην ὠνήσατο Eup.269

    : [tense] pf. ἐώνημαι in act. sense, Ar.Pl.7, Lys.7.2 (so [tense] plpf.

    ἐώνητο D.37.5

    ); also as [voice] Pass. (v. infr. 11): [tense] aor. in pass. sense (v. infr. 11) ἐωνήθην; [tense] fut. in pass. sense

    ἀπ-ωνηθήσεται Theopomp.Com.84

    : this verb is usu. replaced in later Gr. by ἀγοράζω:—buy, purchase, opp.

    πωλέω, πιπράσκω; πῶ τις ὦν ὄνον ὠνασεῖται; Sophr.125

    ; but in [tense] pres. and [tense] impf. (which are the tenses most in use), offer to buy, bargain or bid for a thing,

    ὄφρ' ἄλλων ὠνῇ κλῆρον Hes.Op. 341

    ; ὠνέεσθαι τῶν φορτίων wished to buy some of their wares, began to bargain for them, Hdt. 1.1; Κροῖσός σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε gave it them when they offered to buy, ib.69; τὰς νήσους οὐκ ἐβούλοντο ὠνευμένοισι πωλέειν ib. 165, cf. 3.139, 6.121; ὀκτὼ λάβοις ἄν (sc. ὀβολούς); Answ. εἴπερ ὠνεῖ τὸν ἕτερον if you are willing to buy the other fish, Alex.16.10, cf. 78.7;

    ὠνεῖσθαι καὶ πωλεῖν πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg. 741b

    ;

    ὠ. τὰς γυναῖκας παρὰ τῶν γονέων Hdt.5.6

    , cf. Pl.Prt. 313d, 313e, D.9.48;

    ἀπό τινος Ach.Tat. 5.17

    : c. dat. pers., buy from.., Ar.Ach. 815, Pax 1261; also ὠ. ἐκ Κορίνθου buy goods from Corinth, X.HG7.2.17:

    ὠ. ἐξ ἀγορᾶς Id.An. 3.2.21

    ; metaph., καιρόν, σπονδάς ὠ., Plu.Sert.6, Hdn.6.7.9;

    ὠ. μὴ ἀδικεῖσθαι τοὺς ἐμπόρους D.8.25

    ; c. gen. pretii, buy for so much, Hdt. 5.6, cf. E.Hec. 360, X.An.7.6.24; ψυχῆς at the price of life, Heraclit. 85: also c. dat., buy with..,

    τἄχθιστα τοῖσι φιλτάτοις ὠνούμεθα E.IA 1170

    : abs., X.Mem.2.10.4, Ages.1.18: esp. in partic.,

    ὠνουμένους ἕξειν τὰ ἐπιτήδεια

    by purchase,

    Id.An.2.3.27

    , cf. 5.5.14, etc.; also ὁ ὠνούμενος the buyer, purchaser,

    ὁρῶντος τοῦ ὠνουμένου Id.Eq.3.2

    , cf. Plu. Cat.Mi.36; ὁ ἐωνημένος the owner by purchase (of a slave), Ar.Pl.7;

    ὁ ὠνησάμενος Plu.2.242d

    ; ὁ ὠνησόμενος the intending purchaser, Din. 3.10: metaph.,

    χάριτας πονηρὰς ὠ. E.Hel. 902

    ;

    ὅσα ἄνθρωποι ἄθλων ὠνοῦνται X.Hier.9.11

    ;

    εὔνοιαν παρά τινος D.12.20

    ;

    ὠ. τὰς αὑτῶν ψυχὰς παρὰ τῶν ἐχθρῶν Lys.28.9

    :—in A.Supp. 337 Robortello restored ὄνοιτο.
    2 bid for, purchase the farming of public taxes or properties,

    λ ταλάντων And.1.134

    , Lys.7.2 (in part. [tense] pf. [voice] Pass. with trans. sense);

    τέλη παρὰ τῆς πόλεως X.Vect.4.19

    , etc.;

    ὠ. μέταλλα D.19.293

    ;

    τὸν ἐωνημένον τὴν ἰλὺν ἐκκομίσασθαι IG12.94.20

    , cf.

    ὠνή 11

    .
    3 buy off, avert by giving hush-money,

    ὠ. τὸν κίνδυνον D.38.20

    ; τὰ ἐγκλήματα ib.8; ταλάντου τὸ πλημμέλημα (i.e. its penalty)

    παρά τινος Luc.Herm.81

    .
    4 ὠ. τινα to buy a person, of one who bribes, D.18.247;

    ὠνεῖται καὶ διαφθείρει τινάς Id.9.45

    , cf. Plu.Phil.15.
    II sts. used as [voice] Pass., dub. in [tense] pres. since [ ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα] is interpol. in Pl.Phd. 69b; occasionally in [tense] pf., part.

    ἐωνημένος Id.R. 563b

    , Is.11.42, D.19.209 (but indic.

    ἐώνηνται Anon.

    ap. Arist.Rh. 1410a19 is [voice] Act. in sense): [tense] plpf.

    ἐώνητο Ar. Pax 1182

    (troch.); also in [tense] aor.

    ἐωνήθην X.Mem.2.7.12

    ,

    ὠνηθῇ Id.Vect.4.19

    ; part.

    ὠνηθείς Is.6.19

    , Pl.Sph. 224a, Lg. 850a.
    III [voice] Act. [tense] pf. part. ἐωνηκώς, = ἐωνημένος, Lys.Fr.135S.: [tense] aor. ὠνῆσαι· ἀγοράσαι, Zonar.: [tense] pres. ὠνεῖν· πωλεῖν, ἀπολαύειν, Hsch.: the sense πωλεῖν is Cretan, ὠνῆν τὰ χρήματα they shall sell the property, Leg.Gort.5.47; αἰ δέ τις.. τὸ νόμισμα μὴ λείοι δέκετθαι ἢ καρπῶ ὠνίοι if any one refuses the currency or sells for produce, SIG525.8 (Crete, iii B. C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠνέομαι

  • 43 μή

    μή neg.
    1 in principal cl.
    a c. pres. or aor. impv.

    μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ O. 7.92

    μὴ βαλέτω O. 8.55

    μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    μὴ παρίει καλά P. 1.86

    μὴ κάμνε λίαν δαπάναις P. 1.90

    μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61

    τῶ σε μὴ λαθέτω P. 5.23

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94

    μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14

    μὴ φθόνει κόμπον I. 5.24

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 3. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει fr. 215. 4. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω fr. 240. add. μήτε, in emphasis,

    μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.43

    cf. P. 4.99
    b c. pres. or aor. opt., in wishes.

    μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29

    μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

    μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3

    μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26

    c c. aor. subj., in prohibitions.

    μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24

    μὴ δολωθῇς P. 1.92

    ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν fr. 205. 2.
    2 in subord. cl.,
    a c. inf.

    ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς, μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103

    αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' πόλιν φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    ἐκέλευσεν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.66

    εὔχομαι μὴ θέμεν O. 8.86

    παραγορεῖτο μή ποτε ταξιοῦσθαι O. 9.77

    ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44

    ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26

    ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71

    ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώ-

    των ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4

    ἔστι δὲ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.7

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40

    χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44

    ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν fr. 42. 1.

    ὤμοσε γὰρ θεὸς μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115

    [ἐγγυάσομαι μή μιν μηδ ἀφίξεσθαι (codd.: μὴ μὲν Hartung: ὔμμιν de Jongh e Σ.) O. 11.17] with litotes,

    ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές O. 8.24

    ἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν Ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.12

    add. art.,

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    cf. N. 5.14
    b in protasis of conditional sentence.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108

    εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε O. 12.16

    εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

    εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    c in final cl.,
    I

    ὡς... κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    II

    ὅπως... ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω μόλοι N. 3.62

    III

    ὄφρα... ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62

    IV where the conjunction is omitted c. opt.

    ἔνεικεν Λοκρῷ, μὴ καθέλοι μιν αἰὼν O. 9.60

    ὁμοῖα, Κρόνιδαι μάκαρες, διδοῖτ' μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120

    c. subj. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (W. Schulze: -στήσης, -στήσῃ codd., Σ.) P. 4.155

    εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32

    d in rel. cl.
    I c. ind.

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ P. 9.87

    ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται, ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται fr. 123. 4.
    II c. subj. ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας

    ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18

    ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἶκος Παρθ. 1. 16.
    3 c. part., adj.
    b where the phrase is equivalent to a general rel. cl., cf. 2d supra. τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad

    Δ. 2. ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    c αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον ( and which was perhaps unjustly undertaken: “μή... ut ad... subiectivum quod dicunt iudicium suum rem revocaret”, Boeckh) N. 5.14
    4 fragg. ]μή μο[ι Πα. 7B. 7. ] μὴ φ[ P. Oxy. 1792, fr. 8.

    Lexicon to Pindar > μή

  • 44 ὄλβος

    ὄλβος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)
    1 prosperity esp. material prosperity.

    ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56

    ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν O. 2.22

    θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ O. 2.36

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει O. 5.23

    ὄλβος ἅμ' ἕσπετο O. 6.72

    μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.26

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105

    ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβονP. 4.141 σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ἀκτῖνας ὄλβου/ -ῳ/- ον codd.) P. 4.255

    σὲ δ' πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται P. 5.14

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν P. 5.102

    ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tricl.: μακρ. σὺν ὄλβῳ codd.) P. 11.53

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19

    Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι N. 7.58

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45

    ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος Zeus N. 10.13

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων I. 3.5

    νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει (sc. Ἡρακλέης) I. 4.58 δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) I. 5.12 ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς

    ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.12

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον, ὄλ[βον] ἐγκατέθηκαν Pae. 2.60

    σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.133

    ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας Pae. 9.9

    παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ... εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134.

    Lexicon to Pindar > ὄλβος

  • 45 προδίδωμι

    A give beforehand, pay in advance, X.HG1.5.7, IG22.1304.34; προεδίδου cj. for προς- in Plb.8.15.7; προδιδούς, opp. ἐπιδιδούς, Gal.12.174; give first, Ep.Rom.11.35:—[voice] Pass., Arist.Oec. 1350a36;

    τῶν -δεδομένων τιμῶν Inscr.Prien.107.17

    , cf. GDI5181.34 ([place name] Crete); of a menu-tablet, Ath.2.49d.
    II give up, [ κλῆρον] PPetr.3p.96(iii B.C.); deliver up,

    τοὺς ὁμοκωμήτας ἡμῖν PThead.17.16

    (iv A.D.): most freq., give up to the enemy, betray,

    τοὺς λοιποὺς τοῖσι Σαμίοισι Hdt.6.23

    ;

    τὸ σὸν θνητοῖσι π. γέρας A.Pr.38

    , etc.;

    π. τὴν Ποτείδαιαν Hdt.8.128

    ;

    τὰν φυγάδα A.Supp. 420

    (lyr.);

    ἱκέτας E.Heracl. 246

    ;

    πυργώματα A.Th. 251

    ; τὰς πύλας, φρούριον, Ar.Av. 766, Ra. 362; of a woman,

    π. τὸ σῶμα Lys.Fr.90

    : c. inf.,

    ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν E.Or. 1588

    , cf. Alc. 659:—[voice] Pass.,

    προδοθέντες ὑπὸ Σιτάλκεω ἥλωσαν Hdt.7.137

    ;

    ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι S.Ph. 923

    .
    2 forsake, abandon,

    οἵ με φίλοι προὔδωκαν Thgn.813

    ;

    π. τὴν Ἑλλάδα Hdt.9.7

    .β, Ar. Pax 408;

    μηδαμῶς.. προδῷς με Id.Th. 229

    ;

    τὴν μητέρα π. Antipho 1.5

    ;

    τὴν πολιτείαν Pl.Lg. 762c

    ;

    σαυτόν Id.Cri. 45c

    :—[voice] Pass.,

    προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων Hdt.9.60

    , cf. Vett.Val.78.19.
    3 abs., play false, desert, Hdt.5.113, 6.15, etc.; οὔτοι προδώσει χρησμός will not prove traitor, A.Ch. 269;

    χάρις.. προδοῦσ' ἁλίσκεται S.Aj. 1267

    ; ἢν προδιδῶσι πρὸς τοὺς κατιόντας treat treasonably with them, Hdt.3.45: c. acc. cogn.,

    προδοσίαν π.

    to be guilty of treachery,

    Din.1.10

    .
    4 with a thing as subject, betray, fail one, [

    αἱ κάτω πλίνθοι] π. τὰς ἄνω X.HG5.2.5

    ;

    ὁ ὀφθαλμὸς π. τινά D.52.13

    : intr.,fail, of wine, Xenoph. 1.5; of a river, run dry, Hdt.7.187; of a barricade that has proved useless, Id.8.52.
    5 with a thing as object, surrender, give up,

    προδέδοται τὰ κρυπτά E.IA 1140

    ; χάριν π. to be thankless, Id.Heracl. 1036;

    τὰ πράγματα Ar.Eq. 241

    ;

    τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι Pl.R. 607c

    ;

    τὸ δίκαιον Id.Lg. 907a

    ; ἑτέροισι τὴν νίκην ib. 906e;

    καιρὸν τοῖς ἐναντίοις D.19.6

    ; to be false to, fail to uphold,

    ὅρκους X.Cyr.5.1.22

    ;

    τὴν καταχειροτονίαν D.21.120

    ; give up as lost, bid adieu to,

    ἡδονάς S.Ant. 1166

    ;

    τὰς ἐλπίδας Ar.Nu. 1500

    ;

    τὴν ἐκείνου προαίρεσιν D. 60.28

    ;

    τὸν ἀγῶνα Aeschin.1.115

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδίδωμι

  • 46 ἀλλά

    ἀλλά A not combined with another particle.
    1 following a neg. sentence, clause; clarifying a previous denial

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ ἄδακρυν νέμονται βίοτον O. 2.65

    κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ O. 2.96

    οὐδἔλαθ' Αἴπυτον. ἀλλ ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν O. 6.37

    ἐκέλευσεν μὴ παρφάμεν, ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλἅμα O. 8.45

    εὔχομαι μὴ θέμεν, ἀλλ O. 8.87

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας· ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9

    σὐ δύναται νήπιοι κόσμῳ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83

    μή τινα λειμόμενονμένεινἀλλ P. 4.186

    ὃς οὐ ἀφίκετοἀλλ P. 5.30

    κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν· ἀλλὰ κρέμαται P. 5.34

    οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    οὔθἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων τέρψιας ἀλλ P. 9.20

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος P. 12.30

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32

    οὐ λαθὼνἭραν ἐγκατέβα, ἀλλὰ θεῶν βασίλεα N. 1.39

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ·ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ N. 5.2

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζοᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8.35

    οὐδὲ Κρονίων στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου N. 9.

    20.

    δένδρεά τοὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ' ἐναμείβοντι N. 11.42

    σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ· ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν N. 11.44

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλἐφἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26

    οὐδέ ποτε ὑπέστειλἱστίον. ἀλλἐπέρα I. 2.41

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι I. 4.50

    σφετέρας δ' οὐ φείσατο χέρσιν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης· ἀλλ Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (νῦν ἄρχεται τῶν ἐπὶ μέρους, ἀκριβῶς τὸ ὅλον προεκθείς. Σ.) I. 6.35

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον, ἀλλά οἱ I. 8.57

    οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν ἀλλ' ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς Pae. 6.128

    ἔριν οὐ παλίγλωσσον ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν Παρθ. 2.. οὐ κό]ρῳ ἀλλ ἀρετᾷ (e Σ supp. Lobel.) fr. 169. 15.
    2 without preceding negative; modifying a previous statement
    a

    ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος O. 2.95

    ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61

    οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυᾴταν ὑπερᾴφανον ὦρσεν P. 2.28

    ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89

    ἀλλ' ἐπεὶ P. 3.38

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται P. 3.54

    οὐδ' ἀπιθησέ νιν, ἀλλP. 4.36

    οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί ἀλλ ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 8.83

    ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον. ἀλλἐν ἕκτᾳ P. 4.132

    ἔσομαι τοῖος· ἀλλ' ἤδη P. 4.157

    ἀλλἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96

    ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36

    [ ἄτᾳ codd.: ἀλλ coni. Boeckh. P. 11.55]

    ἀλλἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18

    εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὀνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι

    φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν N. 7.44

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν N. 10.68

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14

    ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν·ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει I. 4.23

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν· ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν I. 8.11

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30

    (Delos floated on the waves,) ἀλλἁ Κοιογένης ὁπότ' ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν κίονες fr. 33d. 3.

    ὄλβον ἐγκατέθηκαν. ἀλλὰ[ ]ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.63

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε Pae. 6.105

    ἀλλά μιν Κρόνου παῖδες ἔκρυψαν Pae. 8.72

    σῶμα δ ἐστὶ θνατόν. ἀλλ ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος, ζώει Παρθ. 1. 16. (a description of those that do not love Theoxenos,) ἀλλἐγὼ τάκομαι fr. 123. 10.
    b where the qualification provides a climax, cf. 3. b. infra.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει, Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34

    c simply introducing a new attitude

    ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86

    ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224

    ἀλλεὔχεται P. 4.293

    3 introducing imperative, simm.
    a imperative proper.

    ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17

    ἀλλὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.12

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (v. l. ἀλλὦ.) O. 4.6

    ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22

    ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, τίμα μὲν ὕμνου τε-

    θμὸν O. 7.87

    ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.9

    ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5

    ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν O. 10.3

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.152

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35
    b where the imperative denotes a climax. cf. 2b supra ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Σκυρίαι δὲ. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ματεύειν ( ἀλλά om. codd. Athenaei.) fr. 106. 6.
    c where the following sentence has imperative force “ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι σαφέως.” P. 4.116 cf. I. 8.35
    d introducing a wish, prayer ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περάσαι σὺν codd.) N. 11.9

    ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω, ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Pae. 9.7

    4 in various minor uses.
    a introducing statement of intent by poet

    ἀλλἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι O. 8.74

    , cf. P. 4.141 ἀλλὰ πάνδοξον Αἰολάδα σταθυὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2. 6.
    b introducing oracular utterance “ ἀλλὰ μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (elocutionem oraculi propriam agnovit Blass.) Pae. 2.73
    c following a rhetorical question “ τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν —; ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεταιO. 1.84

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    B compounded with other particles.
    1 ἀλλὰ γάρ, ἀλλὰ γάρ.
    a where both particles preserve their original force: yet since ἀλλὰ παρθένοι γὰρ τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν Πα. 6. 53, cf. O. 4.1ff., Wil. on Eur., Her. 138.
    b emphasising a main point in contrast to preceding: yet

    εἰ δὲ δή τινἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος· ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.55

    οὔτ' ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον. ἀλλ ἐν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ O. 6.53

    ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναιP. 4.32

    χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον. ἀλλἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.16

    (an enumeration of the glories of Thebes,) ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (v. Schadew. 268̆{5}) I. 7.16
    c emphasising a maxim, breaking off narrative.

    ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    d frag. ἀ]λλὰ γὰρ τ[ fr. 60a. 11.
    2 ἀλλά τοι, ἀλλὰ τοι: emphatic, yet

    ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.19

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμN. 10.82

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰἀνθρώπων I. 4.37

    3 ἀλλὰ μέν: opposing what precedes.

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρὶ P. 3.77

    4 ἀλλ' ἦ. ἀλλ ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e.
    5

    ἀλλὰ γε. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28

    C
    b dub. [ ἀλλὰ καὶ (coni. Hermann: ἅμα codd. contra metr.) O. 1.104] [ ἀλλὰ (codd. contra met.: ἄνα Kayser: ἄγε Maas.) O. 13.114] [ ἢ πόντου κενέωσιν ἀλλὰ πέδον (codd. Dion. Hal. contra metr.: <˘> ἂμ Hermann.) Pae. 9.16]

    Lexicon to Pindar > ἀλλά

  • 47

    (οἱ, οἷ coni., ἱν coni., ; pl. σφε q. v.: never used as a direct reflexive: v. Des Places, 21f.)
    1 ; acc. pers. pron.: him, her, it

    κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος· αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις λέλογχεν O. 9.14

    τυφλὸν δ ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν codd.: ἐὰν Σγρ: “on peut garder l' ἑὰν des manuscrits,” Des Places, 25) N. 7.25
    2 οἱ (οἷ cod. unus, Boeckh, οἱ cett. N. 1.61: οἷ coni. Boeckh, οἱ codd. P. 9.84: οἷ coni. Kayser, θεῷ codd. N. 10.31: οἱ ( ϝοι) always follows a vowel, long or short, save in two dubious examples, following a relative conjunction, O. 1.57, fr. 169, 51: οἱ is correpted

    οἱ οὐδὲ N. 3.39

    ,

    οἱ ἀντάυσε P. 4.197

    : the reference of οἱ must always be deduced from sense alone, but cf. iii: οἱ does not follow prepositions.)
    a = αὐτῷ, αὐτᾷ. — [( ἄταν), ἅν οἱ πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (Hermann, v. d. Mühll, M. H., 1954, 52: τάν οἱ codd. contra metr.: ἅν τοι Fennel) O. 1.57] τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι λτ;οἱγτ; πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (Tricl.: οἱ προῆκαν codd.: to Tantalos) O. 1.65 τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (for Hagesias) O. 6.20 ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας (to lamos) O. 6.65 ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα. δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (to Diagoras) O. 7.89 ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι (to Opous. “datif d'intérêt” Des Pl.) O. 9.67 δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (from Xenophon) O. 13.29

    κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.71

    ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (to Ixion: “datif d'intérêt.” Des Pl.) P. 2.42 ἐπί οἱ Κρονίων ἔκλαγξε βροντάν” (in answer for Euphamos) P. 4.23, cf. P. 4.197 ἦλθε δέ οἱ μάντευμα (to Pelias) P. 4.73 καί ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν (at Jason's bidding) P. 4.189 ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε (in answer to Jason's prayer) P. 4.197 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. καιρὸν Δαμόφιλος) θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (“οἱ se rapporte à καιρός — plutôt qu'à Damophile” Des Pl.) P. 4.287 ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν; (upon Cyrene) P. 9.36 ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” (to Cyrene) P. 9.56 τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα (with Amphitryon: οἷ Boeckh, “sans doute parce que le pronom dépend ἀπὸ κοινοῦ de τέκε et surtout de μιγεῖσα” Des Pl.) P. 9.84 κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (to Persephone) N. 1.14 ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (to Sicily) N. 1.16 παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν” (for Amphitryon: “éthique” Des Pl.) N. 1.58

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.39

    φύτευέ οἱ θάνατον (for Peleus) N. 4.59 κατένευσέν τέ οἱ (to Peleus) N. 5.34, cf. N. 1.14 Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ (to Polydeukes) N. 10.79 τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς (Morel: οἱ τέκε codd.: to Herakles) I. 4.64, cf. P. 2.42 λάμβανέ οἱ στέφανον (for Pytheas: “datif d'intérêt” Des Pl.) I. 5.62 εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ( σύν adverbially) I. 6.12, cf. N. 4.59

    ταῦτ' ἄρα οἱ φαμένῳ πέμψεν θεὸς αἰετόν I. 6.49

    ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8

    Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν[ (for Perseus) Δ. 4. 37.
    b where οἱ has to some extent possessive significance.

    λάμπει δέ οἱ κλέος O. 1.23

    Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον (the family of Oidipous) O. 2.42

    σάφα δαεὶς ἅ τέ οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91

    ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15

    μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (Boeckh: τοι codd.) O. 10.87

    μηνός τέ οἱ τωὐτοῦ τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.37

    διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91

    κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας (join ἐπὶ with κρατί) P. 1.7

    οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83

    καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαιςP. 4. 37. “ αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.48

    αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος P. 4.264

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117

    πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82

    χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον P. 9.109

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις (sc. Ἀνταῖος) ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις ( ἀμφί adverbially) P. 9.120 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν (“éthique-possessif” Des Pl.) N. 3.57 cf. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1.

    ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (where οἱ may refer to Homer or Odysseus) N. 7.22

    ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.40

    Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενὶ σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    c where οἱ in a subordinate clause refers
    a to the subject of the principal verb.

    ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65

    δεῖξεν ὥς τ' ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο, ὥς τέ οἱ αὐτὰ ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν O. 13.76

    ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ (sc. τὸν Ἰάσονα) κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (sc. Αἰήτας. but v. πράσσω) P. 4.243
    II to some other person. πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ, υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν ἐστεφάνωσε χαίταν (“οἱ intellege πατρί,” Schroeder) O. 14.22 cf. P. 9.120
    d fragg. ]

    το οἱ ἔτει θανατο[ Pae. 22.10

    ]άδις, οὕς οἱ[ (Π: οὔ σ' οἱ vix hic aptum, nott. Snell) fr. 169. 51.
    e dub. [ τί οἱ codd.: τῷ Mingarelli N. 10.15]
    3 ἱν (= ϝιν, on analogy of τίν, cf. Hes., fr. 245 M-W.) “ οὐδ' ἀπίθησέ ἱν” (coni. Hermann: νιν codd., Σ: “parmi les solutions —, il en est une —: c'est d' admettre que νιν a pu avoir la valeur d'un datif” Des Pl.) P. 4.36 [ἱν coni. Hermann: νιν codd. N. 1.66] [ εἰ γάρ σύ ἱν (coni. Maas: cf. Schadewaldt, 322̆{1}: σφιν codd.: σφισιν Tricl.) N. 7.98]

    Lexicon to Pindar >

  • 48 εἰ

    εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.
    1 c. pres. ind.
    a impv. in apodosis.

    εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος ΟἰνομάουO. 1.75

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79

    εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50

    b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58

    εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.83

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31

    c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.

    ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50
    d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86

    εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85

    e impf. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    f pres. ind. understood in apodosis.

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43

    g apodosis omitted.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56

    h pres. ind. understood in protasis.
    a ind. pres. in apodosis.

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28

    II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2
    III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.93
    2 c. fut. ind., imperative in apodosis.

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13

    cf. E infra O. 7.1
    3 c. impf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    b κεν c. aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63

    εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    4 c. aor. ind.
    a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13
    b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42
    c impf. ind. in apodosis.

    εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54

    d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.

    τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16

    εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73

    εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43
    e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.55
    5 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.13
    6 c. aor. subj.
    a pres. or pf.-pres. in apodosis.

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    [ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266

    δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-

    θεν N. 9.46

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.
    b aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11

    7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    b κεν c. opt. in apododis.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89

    c fut. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105

    8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108

    καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110

    ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15

    9 c. pf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73

    b pres. opt. in apodosis.

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    c impv. in apodosis.

    εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22

    [
    10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]
    12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69

    D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditional

    εἰ γάρ P. 4.43

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98

    E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. also

    ὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1

    F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ.

    Lexicon to Pindar > εἰ

  • 49 σῶμα

    σῶμα, ατος, τό (Hom.+) ‘body.’
    body of a human being or animal, body
    dead body, corpse (so always in Hom. [but s. HHerter, σῶμα bei Homer: Charites, Studien zur Altertumswissenschaft, ELanglotz Festschr., ed. KvonSchauenburg ’57, 206–17] and oft. later, e.g. Memnon: 434 Fgm. 1, 3, 3 Jac. καίειν τὸ ς.=burn the corpse; ins, pap, LXX; PsSol 2:27; TestJob 52:11; ApcMos 34 al.; Philo, Abr. 258; Jos., Bell. 6, 276, Ant. 18, 236; Ar. 4, 3; Mel., P. 28, 196) Mt 14:12 v.l.; 27:59; Mk 15:45 v.l.; Lk 17:37; Ac 9:40; GPt 2:4; pl. J 19:31. W. gen. Mt 27:58; Mk 15:43; Lk 23:52, 55; 24:3, 23; J 19:38ab, 40; 20:12; Jd 9; GPt 2:3. Pl. Mt 27:52; Hb 13:11. AcPlCor 2:27.
    the living body (Hes. et al.) of animals Js 3:3.—Mostly of human beings Mt 5:29f; 6:22f; 26:12; Mk 5:29; 14:8; Lk 11:34abc; J 2:21; Ro 1:24; 1 Cor 6:18ab; IRo 5:3. τὰ τοῦ σώματος the parts of the body 4:2. Of women αἱ ἀσθενεῖς τῷ σώματι 1 Cl 6:2; cp. Hv 3, 11, 4.—W. and in contrast to πνεῦμα (4 Macc 11:11) Ro 8:10, 13; 1 Cor 5:3; 7:34; Js 2:26. W. and in contrast to ψυχή (Pla., Gorg. 47, 493a; Diod S 34 + 35 Fgm. 2, 30; Appian, Bell. Civ. 5, 112 §467; Ael. Aristid. 45, 17f K.=8 p. 88f D.; Lucian, Imag. 23; PGM 7, 589; Wsd 1:4; 8:19f; 2 Macc 7:37; 14:38; 4 Macc 1:28; ApcEsdr 7:3 p. 32, 13 Tdf.; EpArist 139; Philo; Jos., Bell. 3, 372–78; 6, 55; Just., A I, 8, 4; D. 6, 2 al.; Tat. 13, 1; Ath. 1, 4; Did., Gen. 56, 4; Theoph. Ant. 1, 5 [p. 66, 2]) Mt 6:25ab; 10:28ab; Lk 12:4 v.l., 22f; 2 Cl 5:4 (a saying of Jesus, fr. an unknown source); 12:4; MPol 14:2; AcPl Ha 1, 4. τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα (s. the Christian POxy 1161, 6 [IV A.D.]) 1 Th 5:23. W. and in contrast to its parts (ApcSed 11:13; Mel., P. 78, 563) Ro 12:4; 1 Cor 12:12abc (Ltzm. ad loc.), 14–20 (PMich 149, 4, 26 [II A.D.] ἧπαρ … ὅλον τὸ σῶμα); Js 3:6; 1 Cl 37:5abcd. The body as the seat of sexual function Ro 4:19; 1 Cor 7:4ab (rights over the σῶμα of one’s spouse as Artem. 1, 44 p. 42, 14f; Iren. 1, 13, 3 [Harv. I 119, 10]).—The body as seat of mortal life εἶναι ἐν σώματι be in the body = alive, subject to mortal ills (TestAbr A 9 p. 87, 3 [Stone p. 22]; Poryphr., Abst. 1, 38) Hb 13:3. ἐνδημεῖν ἐν τῷ σώματι 2 Cor 5:6 (s. ἐνδημέω). ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος vs. 8 (s. ἐκδημέω). διὰ τοῦ σώματος during the time of one’s mortal life (cp. Lucian, Menipp. 11, end, Catapl. 23) vs. 10 (s. κομίζω 3, but s. also below in this section). Paul does not know whether, in a moment of religious ecstasy, he was ἐν σώματι or ἐκτὸς (χωρὶς) τοῦ σώματος 12:2f (of Epimenides [A2: Vorsokrat.5 I p. 29] it was said ὡς ἐξίοι ἡ ψυχὴ ὁπόσον ἤθελε καιρὸν καὶ πάλιν εἰσῄει ἐν τῷ σώματι; Clearchus, Fgm. 7: καθάπερ ὁ Κλέαρχος ἐν τοῖς περὶ ὕπνου φησίν, περὶ τῆς ψυχῆς, ὡς ἄρα χωρίζεται τοῦ σώματος καὶ ὡς εἴσεισιν εἰς τὸ σῶμα καὶ ὡς χρῆται αὐτῷ οἷον καταγωγίῳ [a resting-place]. In Fgm. 8 Clearchus tells about Cleonymus the Athenian, who seemed to be dead, but awakened after 3 days and thereupon reported everything that he had seen and heard ἐπειδὴ χωρὶς ἦν τοῦ σώματος. His soul is said finally to have arrived εἴς τινα χῶρον ἱερὸν τῆς Ἑστίας; Maximus Tyr. 38, 3a–f Ἀριστέας ἔφασκεν τὴν ψυχὴν αὐτῷ καταλιποῦσαν τὸ σῶμα in order to wander through the universe. He finds faith everywhere. Similarly 10, 2f. See also the story of Hermotimus in Apollon. Paradox. 3 as well as Lucian, Musc. Enc. [The Fly] 7.—On the two kinds of transcendent vision [with or without the body] s. Proclus, In Pla. Rem Publ. II p. 121, 26ff Kroll: οἱ μὲν μετὰ τοῦ σώματος τῶν τοιούτων [like Ἐμπεδότιμος] ἵστορες [=eyewitnesses], οἱ δὲ ἄνευ σώματος [like Κλεώνυμος]. καὶ πλήρεις αἱ παραδόσεις τούτων.). ἀπὼν τῷ σώματι (παρὼν δὲ τῷ πνεύματι) 1 Cor 5:3. ἡ παρουσία τοῦ σώματος 2 Cor 10:10 (παρουσία 1). The body is the instrument of human experience and suffering 4:10ab; Gal 6:17 (allusion AcPlCor 2, 35); Phil 1:20; the body is the organ of a person’s activity: δοξάσατε τὸν θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν glorify God through your body, i.e. by leading an upright life 1 Cor 6:20; cp. Ro 12:1. This may be the place (s. above in this section) for διὰ τοῦ σώματος 2 Cor 5:10 which, in that case, would be taken in an instrumental sense with or through the body (cp. Pla., Phd. 65a; Ps.-Pla., Axioch. 13, 371c; Aelian, NA 5, 26 τὰ διὰ τοῦ σώματος πραττόμενα). In some of the last-named passages (such as Ro 12:1; Phil 1:20; also Eph 5:28 w. parallel in Plut., Mor. 142e: s. HAlmqvist, Plut. u. d. NT ’46, 116f) the body is almost synonymous w. the whole personality (as Aeschin., Or. 2, 58; X., An. 1, 9, 12 τὰ ἑαυτῶν σώματα=themselves. Appian, Syr. 41 §218 παρεδίδου τὸ σῶμα τοῖς ἐθέλουσιν ἀπαγαγεῖν=[Epaminondas] gave himself up to those who wished to take him away, Mithr. 27 §107 ἐς τὸ σῶμα αὐτοῦ=against his person, Bell. Civ. 2, 106 §442 Caesar’s person [σῶμα] is ἱερὸς καὶ ἄσυλος=sacred and inviolable; 3, 39 §157 ἔργον … σῶμα=course of action … person; Mitt-Wilck. I/2, 55, 7 [III B.C.] ἑκάστου σώματος=for every person. See Wilcken’s note).—Because it is subject to sin and death, man’s mortal body as τὸ σῶμα τῆς σαρκός (σάρξ 2cα) Col 2:11 is a σῶμα τῆς ἁμαρτίας Ro 6:6 or τοῦ θανάτου 7:24; cp. 8:11. In fact, σῶμα can actually take the place of σάρξ 8:13 (cp. Herm. Wr. 4, 6b ἐὰν μὴ πρῶτον τὸ σῶμα μισήσῃς, σεαυτὸν φιλῆσαι οὐ δύνασαι; 11, 21a.—Cp. Hippol., Ref. 5, 19, 6). As a σῶμα τῆς ταπεινώσεως lowly body it stands in contrast to the σῶμα τῆς δόξης glorious body of the heavenly beings Phil 3:21. In another pass. σῶμα ψυχικόν of mortals is opposed to the σῶμα πνευματικόν after the resurrection 1 Cor 15:44abc.—Christ’s earthly body, which was subject to death (Orig., C. Cels. 2, 9, 13) Ro 7:4; Hb 10:5 (Ps 39:7 v.l.), 10; 1 Pt 2:24; AcPlCor 2:16f. τὸ σῶμα καὶ τὰ ὀστᾶ καὶ τὸ πνεῦμα Χριστοῦ 2:32. τὸ σῶμα τῆς σαρκὸς αὐτοῦ Col 1:22. Esp. in the language of the Eucharist (opp. αἷμα) Mt 26:26; Mk 14:22; Lk 22:19; 1 Cor 10:16 (GBornkamm, NTS 2, ’56, 202–6); 11:24, 27, 29. S. the lit. s.v. ἀγάπη 2 and εὐχαριστία 3, also JBonsirven, Biblica 29, ’48, 205–19.—ἓν σῶμα a single body 1 Cor 6:16 (cp. Jos., Ant. 7, 66 Δαυίδης τήν τε ἄνω πόλιν κ. τὴν ἄκραν συνάψας ἐποίησεν ἕν σῶμα; Artem. 3, 66 p. 196, 9; RKempthorne, NTS 14. ’67/68, 568–74).
    pl. σώματα slaves (Herodas 2, 87 δοῦλα σώματα; Polyb. et al.; oft. Vett. Val.; ins, pap; Gen 36:6; Tob 10:10; Bel 32; 2 Macc 8:11; Jos., Ant. 14, 321; cp. our colloq. ‘get some bodies for the job’) Rv 18:13 (cp. Ezk 27:13; the abs. usage rejected by Atticists, s. Phryn. 378 Lob.).
    plant and seed structure, body. In order to gain an answer to his own question in 1 Cor 15:35 ποίῳ σώματι ἔρχονται; (i.e. the dead after the resurrection), Paul speaks of bodies of plants (which are different in kind fr. the ‘body’ of the seed which is planted.—Maximus Tyr. 40, 60e makes a distinction betw. the σώματα of the plants, which grow old and pass away, and their σπέρματα, which endure.—σώματα of plants also in Apollon. Paradox. 7 [after Aristot.]) vs. 37f, and of σώματα ἐπουράνια of the heavenly bodies vs. 40 (cp. Ps.-Aristot., De Mundo 2, 2 the stars as σώματα θεῖα; Maximus Tyr. 21, 8b οὐρανὸς κ. τὰ ἐν αὐτῷ σώματα, acc. to 11, 12a οἱ ἀστέρες; 40, 4h; Sallust. 9 p. 18, 5).
    substantive reality, the thing itself, the reality in imagery of a body that casts a shadow, in contrast to σκιά (q.v. 3) Col 2:17.
    a unified group of people, body fig. ext. of 1, of the Christian community or church (cp. Cyr. Ins. 58, ‘body of the Hellenes’; Polyaenus, Exc. 18, 4 of the phalanx; Libanius, Or. 1 p. 176, 25 F. τὸ τῆς πόλεως ς.; Plut., Philop. 360 [8, 2]), esp. as the body of Christ, which he fills or enlivens as its Spirit (in this case the head belongs with the body, as Appian, Bell. Civ. 3, 26 §101, where a severed head is differentiated from τὸ ἄλλο σῶμα=the rest of the body), or crowns as its Head (Hdt. 7, 140; Quint. Smyrn. 11, 58; SIG 1169, 3; 15 κεφαλή w. σῶμα as someth. equally independent; Orig., C. Cels. 6, 79, 27): οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ Ro 12:5. Cp. 1 Cor 10:17; 12:13, 27; Eph (s. Schlier s.v. ἐκκλησία 3c) 1:23; 2:16; 4:12, 16; 5:23, 30; Col 1:18, 24; 2:19; 3:15; ISm 1:2; Hs 9, 17, 5; 9, 18, 3f. ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα Eph 4:4; cp. Hs 9, 13, 5; 7 (Iambl., Vi. Pyth. 30, 167: all as ἓν σῶμα κ. μία ψυχή; also Just., D. 42, 3) διέλκομεν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ στασιάζομεν πρὸς τὸ σῶμα τὸ ἴδιον 1 Cl 46:7.—T Schmidt, Der Leib Christi (σῶμα Χριστοῦ) 1919; EKäsemann, Leib u. Leib Christi ’33 (for a critique s. SHanson, Unity of the Church in the NT ’46, 113–16); ÉMersch, Le Corps mystique du Christ2 ’36; AWikenhauser, D. Kirche als d. myst. Leib Christi, nach dem Ap. Pls2 ’40; EPercy, D. Leib Christi in d. paulin. Homologumena u. Antilegomena ’42; RHirzel, Die Person: SBMünAk 1914 H. 10 p. 6–28 (semantic history of σῶμα); WKnox, Parallels to the NT use of σῶμα: JTS 39, ’38, 243–46; FDillistone, How Is the Church Christ’s Body?: Theology Today 2, ’45/46, 56–68; WGoossens, L’Église corps de Christ d’après St. Paul2 ’49; CCraig, Soma Christou: The Joy of Study ’51, 73–85; JRobinson, The Body: A Study in Pauline Theol. ’52; RBultmann, Theol. of the NT, tr. KGrobel ’51, 192–203; HClavier, CHDodd Festschr. ’56, 342–62; CColpe, Zur Leib-Christi Vorstellung im Eph, ’60, 172–87; KGrobel, Bultmann Festschr. ’54, 52–59; HHegermann, TLZ 85, ’60, 839–42; ESchweizer, ibid. 86, ’61, 161–74; 241–56; JMeuzelaar, D. Leib des Messias, ’61; MDahl, The Resurrection of the Body, ’62; RJewett, Paul’s Anthropological Terms, ’71, 201–304; JZiegler, NovT 25, ’83, 133–45 (LXX); JDunn: JSNT Suppl. 100, ’94, 163–81 (Col.).—B. 198. New Docs 4, 38f. DELG. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σῶμα

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • παραβαίνω — ΝΜΑ, παρβαίνω Α αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.) αρχ. 1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα… …   Dictionary of Greek

  • IOSUA — I. IOSUA fil. Nun, Num. c. 13. v. 16. 1. Par. 1. 7. v. 27. Ios. c. 1. v. 1. fuit minister et suecessor Mosis, qui populum Israel per sicentum Iordanis alveum in terram Canaan introduxit. Ο῾μώνυμος et typus Servatoris aostri Iesu Christi, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr …   Wikipedia

  • προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… …   Dictionary of Greek

  • Locutions Et Expressions Grecques — Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Α …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»