Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρὸς+λόγου

  • 1 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 2 Ground

    subs.
    P. and V. γῆ, ἡ, P. ἔδαφος, τό, Ar. and V. γαῖα, ἡ, χθών, ἡ, πέδον, τό, δπεδον, τό (Eur., Ion, 576, Or. 1645) (also Xen.), V. οὖδας, τό.
    Land for cultivating: P. and V. γῆ, ἡ, ἀγρός, ὁ (or pl.), Ar. and V. ρουρα, ἡ (Plat. also but rare P.), γύαι, οἱ.
    On the ground: use adv., Ar. and V. χαμαί, πέδοι (also Plat. but rare P.).
    Sleeping on the ground, adj.: V. χαμαικοίτης,
    Fallen on the ground: V. χαμαιπετής.
    Walking the ground: V. πεδοστιβής, χθονοστιβής.
    To the ground: use adv., Ar. and V. χαμᾶζε, V. πέδονδε ἔραζε (Æsch., frag.).
    From the ground: V. γῆθεν, Ar. χαμᾶθεν.
    Under the ground: see Underground.
    He is an enemy to the whole city and the very ground it stands on: P. ἐχθρός (ἐστιν) ὅλῃ τῇ πόλει καὶ τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει (Dem. 99).
    The city stood on high ground: P. (ἡ πόλις) ἦν ἐφʼ ὑψηλῶν χωρίων (Thuc. 3, 97).
    met., Excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ.
    Reason, plea: P. and V. λόγος, ὁ.
    Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.
    Principle: P. and V. ἀρχή, ἡ, P. ὑπόθεσις, ἡ.
    Ground for, pretext for: P. and V. φορμή, ἡ (gen.).
    On the ground of: P. and V. κατ (acc.).
    On all grounds: P. and V. πανταχῆ.
    On neither ground: P. κατʼ οὐδέτερον.
    On what ground? V. ἐκ τνος λόγου;
    Why? P. and V. τ; τοῦ χριν; P. τοῦ ἕνεκα; διὰ τί; V. πρὸς τ; εἰς τ; τί χρῆμα; τνος χριν; τνος ἕκατι; ἐκ τοῦ; see Why.
    Go over old ground constantly: P. θάμα μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ εἰρημένα (Plat., Crat. 428D).
    Gain ground, v.: P. and V. προχωρεῖν.
    Lose ground: P. ἐλασσοῦσθαι.
    Stand one's ground: P. and V. φίστασθαι, μένειν, P. μένειν κατὰ χώραν.
    Recover ground lost through indolence: P. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλαμβάνειν (Dem. 42).
    ——————
    v. trans.
    Secure, make firm: P. βεβαιοῦν.
    Plant, fix: P. and V. πηγνύναι, V. ἐρείδειν, ἀντερείδειν.
    Ground arms: P. ὅπλα τίθεσθαι.
    Instruct: P. and V. διδάσκειν, παιδεύειν; see Instruct.
    Run ( a ship) aground: P. and V. ὀκέλλειν, P. ἐποκέλλειν, V. κέλλειν, ἐξοκέλλειν.
    Run aground, v. intrans.: P. ὀκέλλειν, ἐποκέλλειν, V. ἐξοκέλλειν.
    Ground on ( as a ship on a reef): P. and V. πταίειν πρός (dat.).
    ——————
    adj.
    Of corn: P. ἀληλεμένος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ground

  • 3 Mark

    subs.
    Impression: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ, V. χάραγμα, τό.
    Mark on the body: P. and V. χαρακτήρ, ὁ (Eur., El. 572).
    Marks of blows: P. ἴχνη πληγῶν (Plat., Gorg. 524C).
    Brand: P. ἔγκαυμα, τό.
    Scar: P. and V. οὐλή, ἡ, V. σήμαντρον, τό:see also Wound.
    The attack that the disease made on the ( sufferers) extremities left its mark: P. τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ (τοῦ κακοῦ) ἐπεσημαίνεν (Thuc. 2, 49).
    Object at which one aims: P. and V. σκοπός, ὁ.
    Beside the mark: P. ἔξω τοῦ πράγματος, Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.
    To the mark: P. πρὸς λόγον.
    There is a difference between speaking much and speaking to the mark: V. χωρὶς τό τʼ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια (Soph., O.C. 808).
    A man of mark: use adj., P. εὐδόκιμος, ἀξιόλογος; see Famous.
    Make one's mark: Ar. and P. εὐδοκιμεῖν.
    Be wide of the mark: see Err.
    ——————
    v. trans.
    Brand: Ar. and P. στίζειν.
    Scratch: V. χαράσσειν.
    Marked, scarred: V. ἐσφραγισμένος (perf. part. of σφραγίζειν).
    Set a mark on: P. and V. ἐπισημαίνειν (τινί), P. ἐνσημαίνεσθαι (τινί τι); see stamp.
    Wound: P. and V. τραυματίζειν, τιτρώσκειν.
    Notice: P. and V. νοῦν ἔχειν πρός (dat. or acc.), ἐπισκοπεῖν, ἐννοεῖν (or mid.), νοεῖν (or mid.), Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.). Absol.. P. and V. ἐνδέχεσθαι; see Notice.
    He found himself marked down for slaughter: P. αὑτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν (Thuc. 1, 132).
    Mark off, appoint: P. ἀποδεικνύναι.
    Mark out ( by boundaries): P. and V. ὁρίζειν (or mid.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mark

  • 4 слово

    слов||о
    с
    1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:
    ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·
    2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > слово

  • 5 выдохнуть

    ρ.σ.μ. εκπνέω, εκφυσώ.
    1. ξεθυμαίνω, ξανοσταίνω, αδυνατίζω•

    откупоренный чай -лся το ξεκούπωτο τσάι ξεθύμανε.

    2. μτφ. εξασθενίζω, εξαντλιέμαι, αδυνατίζω’ талант -лся το ταλέντο ξέπεσε, έχασε την αίγλη•

    к концу речи оратор стал выдохнуть προς το τέλος του λόγου ο ρήτορας άρχισε να κουράζεται.

    || στειρεύω, γίνομαι άγονος, άκαρπος.

    Большой русско-греческий словарь > выдохнуть

  • 6 доля

    γεν. πλθ. -ей θ.
    1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•

    делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•

    это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•

    моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•

    капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•

    третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.

    || δόση, κόκκος•

    в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•

    доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•

    2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.
    3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.
    εκφρ.
    быть в -е – είμαι μέτοχος•
    войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•
    принять в -ю – παίρνω μέτοχο•
    на -ю – στο μερίδιο•
    на мою -ю – στο μερίδιο μου.

    Большой русско-греческий словарь > доля

  • 7 Beside

    prep.
    P. and V. παρ (acc. for motion, dat. for rest).
    Outside of: P. and V. ἔξω (gen.), ἐκτός (gen.), V. ἐκποδών (gen.) (also Xen., but rare P.).
    Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.
    Except: P. and V. πλήν (gen.), χωρς (gen.), δχα (gen.), Ar. and P. παρ (acc.).
    Over and above: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.).
    Beside oneself: P. ἔξω ἑαυτοῦ, V. ἔξω φρενῶν, ἔξω γνώμης; see Mad.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beside

  • 8 Cause

    subs.
    P. and V. αἰτία, ἡ, Ar. and P. αἴτιον, τό.
    Occasion: P. and V. φορμή, ἡ.
    First cause, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ.
    Cause at law: P. and V. γών, ὁ, δκη, ἡ.
    Source, root: P. and V. πηγή, ἡ, ῥίζα, ἡ.
    The cause of: use adj., P. and V. αἴτιος (gen.).
    Of these things I am the cause: V. τῶνδʼ ἐγὼ παραίτιος (Æsch., frag.).
    Joint cause of: use adj.: P. and V. συναίτιος (gen.).
    From what cause: V. ἐκ τνος λόγου; see Why.
    The common cause: P. and V. τὸ κοινόν.
    Make common cause with, v.: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι πρός (acc.).
    Making common cause with your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion, 577).
    Her cause is in the hands of her parents and friends: V. τῇ δʼ ἐν γονεῦσι καὶ φίλοις τὰ πράγματα (Eur., And. 676).
    If the cause of the Medes should prevail: P. εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε (Thuc. 3, 62).
    Ruin one's cause: P. ἀπολλύναι τὰ πράγματα (Thuc. 8, 75).
    ——————
    v. trans.
    Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).
    Produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν (Plat.), ποιεῖν, V. φυτεύειν, τεύχειν, P. ἀπεργάζεσθαι; see also Contrive.
    Cause to do a thing: P. and V. ποιεῖν (acc. and infin.).
    Cause a thing to be done: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως τι γενήσεται.
    Start, set in motion: P. and V. κινεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cause

  • 9 Point

    subs.
    Sharp end of anything: Ar. and V. ἀκμή, ἡ (Eur., Supp. 318).
    Point of a spear: P. and V. λογχή, ἡ (Plat., Lach. 183D).
    Point of an arrow: V. γλωχς, ἡ.
    Goad: P. and V. κέντρον, τό.
    Sharp point of rock: V. στόνυξ, ὁ (Eur., Cycl.).
    Since the land about Cynossema has a conformation coming to a sharp point: P. τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ Κυνὸς σῆμα ὀξεῖαν καὶ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος (Thuc. 8, 104).
    Cape: P. and V. ἄκρα, ἡ, P. ἀκρωτήριον, τό, V. ἀκτή, ἡ, προβλής, ὁ, Ar. and V. ἄκρον, τό, πρών, ὁ.
    Meaning: P. διάνοια, ἡ; see Meaning.
    Lead from the point: P. ἀπάγειν ἀπὸ τῆς ὑποθεσέως (Dem. 416), or simply P. and V. πλανᾶν.
    Miss the point: P. and V. πλανᾶσθαι.
    Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.
    To the point: P. πρὸς λόγον.
    There is no point in: P. οὐδὲν προὔργου ἐστί (with infin.).
    A case in point: P. and V. παρδειγμα, τό.
    Question in discussion: P. and V. λόγος, ὁ.
    Disputed points: P. τὰ διαφέροντα, τὰ ἀμφίλογα.
    It is a disputed point: P. ἀμφισβητεῖται.
    The chief point: P. τὸ κεφάλαιον.
    A fresh point: P. and V. καινόν τι.
    I hear this is his chief point of defence: P. ἀκούω... τοῦτο μέγιστον ἀγώνισμα εἶναι (Lys. 137, 8).
    Highest point, zenith: P. and V. ἀκμή, ἡ.
    Be at its highest point, v.: P. also V. ἀκμάζειν.
    Carry one's point: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν τῇ γνώμῃ.
    Make a point, score a point ( in an argument): P. and V. λέγειν τι.
    Herein you give us a point ( advantage) as in draughts: V. ἓν μεν τοδʼ ἡμῖν ὥσπερ ἐν πεσσοῖς δίδως κρεῖσσον (Eur., Supp. 409).
    Turning point in a race-course: P. and V. καμπή, ἡ.
    met., crisis: P. and V. ἀκμή, ἡ, γών, ὁ, ῥοπή, ἡ; see Crisis.
    To make known the country's weak points: P. διδάσκειν ἃ πονηρῶς ἔχει τῶν πραγμάτων (Lys. 143, 7).
    Strong points: P. τὰ ἰσχυρότατα (Thuc. 5, 111).
    Weak points: P. τὰ σαθρά (Dem. 52).
    The weak point in the walls: V. τὸ νόσουν τειχέων (Eur., Phoen. 1097).
    Point of view: P. and V. γνώμη, ἡ, δόξα, ἡ.
    Point of conscience: P. and V. ἐνθμιον, τό.
    At this point: P. and V. ἐνθδε.
    From that point: P. and V. ἐντεῦθεν, ἐνθένδε.
    Up to this point: P. μέχρι τούτου.
    I wish to return to the point from which I digressed into these subjects: P. ἐπανελθεῖν ὁπόθεν εἰς ταῦτα ἐξέβην βούλομαι (Dem. 298).
    I return to the point: P. ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι (Dem. 246).
    In one point perplexity has assailed me: V. ἔστιν γὰρ ᾗ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι (Eur., Hec. 857).
    Be on the point of be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).
    Whom I am on the point of seeing killed: V. ὃν... ἐπʼ ἀκμῆς εἰμὶ κατθανεῖν ἰδεῖν (Eur., Hel. 896). Make a point of, see to it that: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (fut. indic. or aor. subj.).
    ——————
    v. trans.
    Sharpen: Ar. and P. κονᾶν (Xen.), Ar. and V. θήγειν.
    Sharpen at the end: V. ἐξαποξνειν (Eur., Cycl.).
    Direct: P. and V. τείνειν.
    Point out or point to: P. and V. δεικνύναι, ἐπιδεικνναι, ποδεικνύναι, V. ἐκδεικνύναι. Ar. and P. φράζειν; see Show.
    Make known: P. and V. διδάσκειν.
    V. intrans. Be directed, tend: P. and V. τείνειν, φέρειν, νεύειν; see Tend.
    It is impossible that the oracle points to this, but to something else more important: Ar. οὐκ ἔσθʼ ὅπως ὁ χρησμὸς εἰς τοῦτο ῥέπει ἀλλʼ εἰς ἕτερόν τι μεῖζον (Pl. 51).
    The cruel violence to his eyes was the work of heaven to point the moral to Greece: V. αἱ θʼ αἱματουργοὶ δεργμάτων διαφθοραί θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι (Eur., Phoen. 870).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Point

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»