Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πρὸς+δ

  • 81 προσενενηγμένην

    πρός, ἐν, ἐν-ἔσσομαι
    sum.
    perf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
    πρός, ἐν-ἐνάγω
    lead in: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > προσενενηγμένην

  • 82 προσενείρεσθαι

    πρός, ἐν-ἔρομαι
    ask: pres inf mp (epic ionic)
    πρός, ἐν-εἴρω 2
    say: pres inf mid (epic ionic)
    πρόσ-ἐνείρω
    entwine: pres inf mp

    Morphologia Graeca > προσενείρεσθαι

  • 83 προσενηγμένον

    πρός, ἐν-ἔσσομαι
    sum.
    perf part mp masc acc sg
    πρός, ἐν-ἔσσομαι
    sum.
    perf part mp neut nom /voc /acc sg
    πρόσ-ἐνάγω
    lead in: perf part mp masc acc sg
    πρόσ-ἐνάγω
    lead in: perf part mp neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > προσενηγμένον

  • 84 προσενέξεις

    πρός, ἐν-ξέω
    —shave: imperf ind act 2nd sg (attic epic)
    πρός, ἐν-ἔξειμι 2
    sum: pres ind act 2nd sg (epic ionic)
    πρόσ-ἐνέχω
    hold: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσενέξεις

  • 85 προσενέχεον

    πρός, ἐν-χάω
    imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
    πρός, ἐν-χάω
    imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
    πρόσ-ἐγχύνω
    imperf ind act 3rd pl
    πρόσ-ἐγχύνω
    imperf ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > προσενέχεον

  • 86 προσεξηυπορημένων

    πρός, ἐκ-εὐπορέω
    prosper: perf part mp fem gen pl
    πρός, ἐκ-εὐπορέω
    prosper: perf part mp masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > προσεξηυπορημένων

  • 87 προσεπαθρείτω

    πρός, ἐπί-ἁθρέω
    gaze at: pres imperat act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
    πρός, ἐπί-ἀθρέω
    gaze at: pres imperat act 3rd sg (attic epic)
    πρόσ-ἐπαθρέω
    look with favour on: pres imperat act 3rd sg (attic epic)

    Morphologia Graeca > προσεπαθρείτω

  • 88 προσεπανίσχει

    πρός, ἐπί, ἀνά-ἴσχω
    keep back: pres ind mp 2nd sg
    πρός, ἐπί, ἀνά-ἴσχω
    keep back: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπανίσχει

  • 89 προσεπεγγίσαι

    πρός, ἐπί-ἐγγίζω
    bring near: aor inf act
    προσεπεγγίσαῑ, πρός, ἐπί-ἐγγίζω
    bring near: aor opt act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπεγγίσαι

  • 90 προσεπεισφρησάντων

    πρός, ἐπί-εἰσφρέω
    let in: aor part act masc /neut gen pl
    πρός, ἐπί-εἰσφρέω
    let in: aor imperat act 3rd pl
    πρόσ-ἐπεισφρέω
    bring in: aor part act masc /neut gen pl
    πρόσ-ἐπεισφρέω
    bring in: aor imperat act 3rd pl
    πρόσ-ἐπεισφρέω
    bring in: aor part act masc /neut gen pl
    πρόσ-ἐπεισφρέω
    bring in: aor imperat act 3rd pl

    Morphologia Graeca > προσεπεισφρησάντων

  • 91 προσεπελέξατο

    πρός, ἐπί-λέγω 1
    lay: aor ind mid 3rd sg
    πρός, ἐπί-λέγω 3
    lay: aor ind mid 3rd sg
    πρόσ-ἐπιλέγω
    say in connexion with: aor ind mid 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπελέξατο

  • 92 προσεπεσπάσαντο

    πρός, ἐπί, εἰσ-πάσσω
    sprinkle: aor ind mid 3rd pl (homeric ionic)
    πρός, ἐπί, εἰσ-πατέομαι
    eat: aor ind mid 3rd pl (homeric ionic)
    πρόσ-ἐπισπάω
    draw: aor ind mid 3rd pl

    Morphologia Graeca > προσεπεσπάσαντο

  • 93 προσεπεσπάσατο

    πρός, ἐπί, εἰσ-πάσσω
    sprinkle: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
    πρός, ἐπί, εἰσ-πατέομαι
    eat: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
    πρόσ-ἐπισπάω
    draw: aor ind mid 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπεσπάσατο

  • 94 προσεπείσθησαν

    πρός, ἐπί, εἰσ-θάω
    imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
    πρός, ἐπί-εἰσθέω
    run into: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
    πρόσ-πείθω
    persuade: aor ind pass 3rd pl

    Morphologia Graeca > προσεπείσθησαν

  • 95 προσεπιβλαστάνει

    πρός, ἐπί-βλαστάνω
    bud: pres ind mp 2nd sg
    πρός, ἐπί-βλαστάνω
    bud: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπιβλαστάνει

  • 96 προσεπιβλάψαι

    πρός, ἐπί-βλάπτω
    disable: aor inf act
    προσεπιβλάψαῑ, πρός, ἐπί-βλάπτω
    disable: aor opt act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπιβλάψαι

  • 97 προσεπιβλάψομεν

    πρός, ἐπί-βλάπτω
    disable: aor subj act 1st pl (epic)
    πρός, ἐπί-βλάπτω
    disable: fut ind act 1st pl

    Morphologia Graeca > προσεπιβλάψομεν

  • 98 προσεπικατέστρεψαν

    πρός, ἐπί, κατά, εἰσ-τρέπω
    Studien zum griech. Perf.
    aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
    πρός, ἐπί-καταστρέφω
    turn down: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > προσεπικατέστρεψαν

  • 99 προσεπικατέστρεψεν

    πρός, ἐπί, κατά, εἰσ-τρέπω
    Studien zum griech. Perf.
    aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
    πρός, ἐπί-καταστρέφω
    turn down: aor ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > προσεπικατέστρεψεν

  • 100 προσεπικατέτεινον

    πρός, ἐπί-κατατείνω
    stretch: imperf ind act 3rd pl
    πρός, ἐπί-κατατείνω
    stretch: imperf ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > προσεπικατέτεινον

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • πρός — on the side of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρὸς Κρῆτα κρητίζειν. — См. Нанималась лиса на птичий двор, беречь от коршуна …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. — ἐμποδών πρὸς τὸ συμφέρον. См. Не быть бы счастью, да несчастье помогло …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. — χαλεπὸν μέν ἐστν, ὦ πολῖται, πρὸς γαστέρα λέγειν ὦτα οὐκ ἔχουσαν. См. У брюха нет уха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»