-
1 πρό-πυλον
πρό-πυλον, τό, wie προπύλαιον, der Vorhof; Soph. El. 1367; Eur. Herc. Fur. 523, τὰ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ, Plat. Ax. 371 b.
-
2 πρόπυλον
πρό-πυλον, τό, der Vorhof
1 πρό-πυλον
πρό-πυλον, τό, wie προπύλαιον, der Vorhof; Soph. El. 1367; Eur. Herc. Fur. 523, τὰ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ, Plat. Ax. 371 b.
2 πρόπυλον