-
1 πρό-πεμπτος
πρό-πεμπτος, gew. im neutr. pl. πρόπεμπτα, fünf Tage vorher, Dem. 43, 75 im Gesetz.
-
2 πρόπεμπτος
См. также в других словарях:
πρόπεμπτος — ον, ΜΑ 1. αυτός που συνέβη, ήλθε ή έγινε πριν από πέντε μέρες 2. (το ουδ. πληθ. ως χρον. επίρρ.) πρόπεμπτα πριν από πέντε μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέμπτος] … Dictionary of Greek
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия