-
1 προσταγμα
-
2 πρόσταγμα
-
3 πρόσταγμα
[простагма] ουσ. о.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόσταγμα
-
4 πρόσταγμα
[простагма] ουσ ο (στρατ) приказ, команда. -
5 προσταγη
-
6 δυσαπαλλακτος
21) с трудом устранимый, неотвязный(ὀδύναι Soph.; πρόσταγμα Isocr.; ἔκστασις δ. καὴ ἀκίνητος Arst.; νόσος Plut.)
δ. γενέσθαι τῶν ἐμβρύων Arst. — иметь трудные роды2) с трудом отговариваемый(ἀφ΄ ἑκάστου λόγου Plat.)
-
7 καταζευξις
-
8 προσταγή
η, πρόσταγμα τό1) приказание, приказ; распоряжение; 2) веление (времени, эпохи)
См. также в других словарях:
πρόσταγμα — ordinance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… … Dictionary of Greek
πρόσταγμ' — πρόσταγμα , πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσταγμάτων — πρόσταγμα ordinance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγμασι — πρόσταγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγμασιν — πρόσταγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγματα — πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγματι — πρόσταγμα ordinance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγματος — πρόσταγμα ordinance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… … Dictionary of Greek