Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πρόσταγμα

См. также в других словарях:

  • πρόσταγμα — ordinance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσταγμ' — πρόσταγμα , πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσταγμάτων — πρόσταγμα ordinance neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγμασι — πρόσταγμα ordinance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγμασιν — πρόσταγμα ordinance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγματα — πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγματι — πρόσταγμα ordinance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγματος — πρόσταγμα ordinance neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»