-
1 Before
prep.Of place: P. and V. πρό (gen.), πρόσθεν (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), Ar. and P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πάρος (gen.), πάροιθε (gen.), πάροιθεν (gen.), πρόσθε (gen.).Of time: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθεν (gen.) (also Xen. but rare P.), πρόσθε (gen.), πάρος (gen.), πάροιθεν (gen.), πάροιθε (gen.).Of preference or superiority: P. and V. πρό (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), V. πάρος (gen.), πρόσθε (gen.), πάροιθεν (gen.), πάροιθε (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.).In the presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.), V. ἀντίον (gen.).Appear before (a judge, etc.): P. and V. εἰσέρχεσθαι εἰς or πρός (acc.).(Speak, plead) before: P. and V. ἐν (dat.).Leochares is the cause of my speaking before you: P. αἴτιος μέν ἐστι Λεωχαρὴς τοῦ... ἐμὲ λέγειν ἐν ὑμῖν (Dem. 1080).The citizens will become beller with this as an example before them: P. τούτῳ παραδείγματι χρώμενοι βελτίους ἔσονται οἱ πολῖται (Lys. 140).The day before: P. τῇ προτεραίᾳ (gen. or absol.).On the day before the trial: P..τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης (Plat., Phaedo, 58A).——————adv.Of place: P. and V. πρόσθεν, ἐπίπροσθεν, P. ἔμπροσθεν.Of time: P. and V. πρόσθεν, πρίν, τὸ πρίν, πρὸ τοῦ, πρότερον, P. ἔμπροσθεν, Ar. and V. πάρος, V. πάροιθεν τὸν πρὸ τοῦ χρόνον.Already: P. and V. ἤδη.——————conj.The day before he set sail: P. τῇ προτεραίᾳ ἢ ἀνήγετο (Lys. 153).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Before
-
2 Above
adv.In a former passage ( in a book): P. ἄνω.From above: P. and V. ἄνωθε(ν), P. καθύπερθε, ἐπάνωθεν, V. ὑψόθεν (Plat. also but rare P.), ἐξύπερθε.Above ground, on earth: P. and V. ἄνω, V. ἄνωθε(ν).——————prep.of place. P. and V. ὑπέρ (gen.).Of measure: P. and V. ὑπέρ (acc.)In preference to: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθε (gen.), πάρος (gen.).Superior to: use P. and V. κρείσσων (gen.), V. ὑπέρτερος (gen.).Above being bribed: P. χρημάτων κρείσσων.Above the law: P. ἔμπροσθεν τῶν νόμων.Not to wish to be above the law: τῶν νόμων γε μὴ πρότερος εἶναι θέλειν (Eur., Or. 487).Remain over and above: Ar. and P. περιγίγνεσθαι, P. περιεῖναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Above
-
3 Ahead
adv.Onwards: P. πόρρω, V. πρόσω, πόρσω.In front: P. ἔμπροσθεν.Forward: P. and V. εἰς τὸ πρόσθεν.Look ahead, take precautions: P. and V. εὐλαβεῖσθαι.Anticipate: P. and V. φθάνειν.Ahead of: P. and V. πρόσθε(ν) (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.).Be ahead of: P. and V. φθάνειν (acc.), προφθάνειν (acc.), προλαμβάνειν (acc.), P. προκαταλαμβάνειν (acc.); see also Excel.Be ahead, be in front, v.: P. προὔχειν, προλαμβάνειν; met., Excel: P. and V. προὔχειν.Go ahead, advance, v.: P. and V. προβαίνειν, προχωρεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ahead
-
4 Prefer
v. trans.Prefer an accusation: P. γραφὴν ἀποφέρειν (Dem. 423).Prefer one thing to another: P. and V. αἱρεῖσθαί (τι ἀντί τινος), P. (τι μᾶλλον ἤ τι), V. (τι πρόσθε τινός) (Eur., Hel. 952), προτιθέναι (or mid. in V.) (τί τινος) (Thuc. 3, 39), V. (τί ἀντί τινος or τι πάρος τινος), P. προτιμᾶν (τί τινος or τι ἀντί τινος), προαιρεῖσθαι (τί τινος or τι πρό τινος), V. προλαμβάνειν (τι πρό τινος).Prefer war to peace: P. πόλεμον ἀντʼ εἰρήνης μεταλαμβάνειν (Thuc. 1, 120).Prefer Aphrodite to Bacchus: V. τὴν Ἀφροδίτην πρόσθʼ ἄγειν τοῦ Βακχίου (Eur., Bacch. 225).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prefer
-
5 Preference
subs.Choice: P. and V. αἵρεσις, ἡ.In preference to, prep.: P. and V. πρό (gen.), V. πρόσθε (gen.), πάρος (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.); see Before.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Preference
-
6 Step-child
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Step-child
-
7 To
prep.P. and V. πρός (acc.), ἐπί (acc.).Straight to. Ar. and P. εὐθύ (gen.), V. εὐθύς (gen.).Into: P. and V. εἰς (acc.), ἐς (acc.).Towards: P. and V. ἐπί (gen.).To the sound of: P. and V. ὑπό (gen.).In addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπί (dat.).In comparison with: P. and V. πρός (acc.).In preference to: P. and V. πρό (gen.), V. πρόσθε (gen.), πάρος (gen.).Backwards and forwards: V. πάλιν τε καὶ πρόσω (Eur., Hec. 958).On this side and on that: V. ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > To
См. также в других словарях:
πρόσθε — Α επίρρ. βλ. πρόσθεν … Dictionary of Greek
πρόσθε — πρόσθεν before ionic (poetic indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
εξαιτώ — (AM ἐξαιτῶ, έω) μέσ. ἐξαιτοῡμαι ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾱσιν ἡμῑν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.) αρχ. 1. ζητώ ή απαιτώ κάτι 2. ζητώ σε γάμο 3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια… … Dictionary of Greek
ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω … Dictionary of Greek
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… … Dictionary of Greek
πτύγμα — ατος, τὸ, Α [πτύσσω] 1. ο σχηματισμός πτυχής, το να διπλώνεται κάτι («πρόσθε δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.) 2. πτυχή, ρυτίδα τού δέρματος 3. τεμάχιο λινού υφάσματος για έμφραξη πληγής, γάζα 4. είδος επιδέσμου … Dictionary of Greek
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek