-
1 πρός-πτυστος
πρός-πτυστος, angespuckt, d. i. verabscheu't, καὶ ἀνάξιος, Plut. S. N. V. 22 p. 270.
-
2 πρόςπτυστος
πρός-πτυστος, angespuckt, = verabscheut
1 πρός-πτυστος
πρός-πτυστος, angespuckt, d. i. verabscheu't, καὶ ἀνάξιος, Plut. S. N. V. 22 p. 270.
2 πρόςπτυστος