-
1 πρόςκρουσις
πρόςκρουσις, ἡ, das Anstoßen, auch = πρόςκρουμα, Plut. Cic. 34, oft.
-
2 πρόςκρουσις
πρόςκρουσις, ἡ, das Anstoßen -
3 προς-κρουσμός
προς-κρουσμός, ὁ, = πρόςκρουσις, Sp.
1 πρόςκρουσις
πρόςκρουσις, ἡ, das Anstoßen, auch = πρόςκρουμα, Plut. Cic. 34, oft.
2 πρόςκρουσις
3 προς-κρουσμός
προς-κρουσμός, ὁ, = πρόςκρουσις, Sp.