-
1 πρὸ-πλοος
См. также в других словарях:
πρόπλους — masc/fem nom pl πρόπλους masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπλους — ουν, και οος, οον, Α [προπλέω] 1. αυτός που προπλέει, που πλέει πρώτος, αυτός που προηγείται σε πλου για λόγους ασφαλείας 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόπλους πλους πριν από τους άλλους, προηγούμενος πλους 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ πρόπλοι (ενν.… … Dictionary of Greek
πρόπλοι — πρόπλους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπλοις — πρόπλους masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπλου — πρόπλους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπλων — πρόπλους masc/fem/neut gen pl προπλέω sail before aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) προπλέω sail before aor ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)