Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρόνους

См. также в других словарях:

  • πρόνους — ουν, Α βλ. πρόνοος …   Dictionary of Greek

  • προνούστερον — πρόνους masc acc sg πρόνους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνούστερος — πρόνους masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόνου — πρόνους masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόνοον — πρόνοος careful masc/fem acc sg πρόνοος careful neut nom/voc/acc sg πρόνους masc/fem acc sg πρόνους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 …   Dictionary of Greek

  • πρόνοος — ο / πρόνοος, ον, ΝΑ, και πρόνους, ουν, Α αυτός που φροντίζει εκ τών προτέρων για κάτι, που προνοεί (α. «η πρόνοος φύσις», Κάλβ. β) «εὐθαρσῆ Δαναόν, πρόνοον και βούλαρχον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νοος/ νους (< νοῦς/νόος), πρβλ. ἔν… …   Dictionary of Greek

  • Ωριάς, κάστρο της― — Με το όνομα αυτό αναφέρονται πολλά μεσαιωνικά ή μεταγενέστερα φρούρια (κάστρα), σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Τα σημαντικότερα βρίσκονται στην Κυνουρία, στη Μάνη, στην Αρκαδία, στην Κεφαλονιά, στους αρχαίους Πρόνους, στα Tέμπη της Θεσσαλίας, στα …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՌԱՋԻՄԱՑ — ( ) NBH 2 0337 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c Տ. ՆԱԽԻՄԱՑ. πρόνους providens, providus, prudens. *Այր հանճարեղ եւ յառաջիմաց. Կորիւն.: *Որ ոչ յիմաստնոց եւ յառաջիմացից է. Փիլ. նխ. ՟ա.: *Յառաջիմաց եղեալ ազգն իսմայէլացւոց, ձերբակալս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՌԱՋԻՄԱՑԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0337 Chronological Sequence: 6c ա. πρόνους ըստ յն. ոճոյ, որպէս Յառաջատես, նախախնամօղ. *Այն՝ որ ամենայնին մեծապէս խնամ տանի, յառաջիմացական ասասցուք. Փիլ. նխ. ՟ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • προνόου — πρόνοος careful masc/fem/neut gen sg πρόνους masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»