-
1 προκώνια
A groats of fresh or unroasted barley, Hp.Mul. 2.110: without ἄλφιτα, IG22.1672.280, Lycurg.Fr.83, Ar.Byz. ap. Harp., etc.; but expld. as groats of wheat and barley, Anticl.Fr.17, as πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι, Did. ap. Harp., as κάχρυς κατηριγμέναι μετ' ἀρωμάτων, Demon 22: written [full] πρόκωνα, Poll.6.77:—also πυροὶ προκωνίαι Hp.Nat.Mul.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκώνια
См. также в других словарях:
προκώνια — και πρόκωνα [ενν. ἄλφιτα], τὰ, Α χονδροαλεσμένοι σπόροι φρέσκου ή άψητου κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κῶνος «κουκουνάρι» με την έννοια ότι οι αλεσμένοι σπόροι δεν ήταν δυνατόν να πλάθονται] … Dictionary of Greek