-
1 πρόκλαστος
См. также в других словарях:
πρόκλαστος — broken off masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκλαστος — ον, Μ (σχετικά με στίχους) αποκομμένος, ελλιπής κατά το μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλαστός (< κλῶ «τεμαχίζω, αποκόβω»)] … Dictionary of Greek