Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρόθεμα/ru

  • 1 πρόθεμα

    πρόθεμα
    public notice: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > πρόθεμα

  • 2 πρόθεμα

    A public notice, Eun.Hist.p.231 D., IG4.364.9 (Corinth, iv A.D.).
    II fire-guard or fender, Ph.Bel.77.51, dub. in 67.11.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόθεμα

  • 3 πρόθεμα

    το грам, приставка, префикс

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόθεμα

  • 4 πρόθεμα

    πρό-θεμα, τό, öffentlicher Anschlag u. dadurch bekannt gemachter Befehl, edictum; auch = Unterlage

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > πρόθεμα

  • 5 πρόθεμα

    dönek

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > πρόθεμα

  • 6 πρόθεμα

    prefix

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόθεμα

  • 7 prefix

    πρόθεμα

    English-Greek new dictionary > prefix

  • 8 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 9 προθεμάτων

    πρόθεμα
    public notice: neut gen pl

    Morphologia Graeca > προθεμάτων

  • 10 προθέματα

    πρόθεμα
    public notice: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > προθέματα

  • 11 προθέματος

    πρόθεμα
    public notice: neut gen sg

    Morphologia Graeca > προθέματος

  • 12 авиа...

    (πρόθεμα) αερο...

    Большой русско-греческий словарь > авиа...

  • 13 безъ...

    (πρόθεμα)
    1. χρησιμοποιείται αντί του «без» μπροστά από γιωτικά φωνήεντα π.χ. безъязычный.
    2. βλ. без...

    Большой русско-греческий словарь > безъ...

  • 14 взо...

    χρησιμοποιείται αντί του «вз...» μπροστά από το «Й» και και μερικά συμπλέγματα συμφώνων: взойти, взобраться, взорваться.

    Большой русско-греческий словарь > взо...

  • 15 взъ...

    πρόθεμα βλ. «вз...»
    χρησιμοποιείται μπροστά από τα γιωτικά φωνήεντα: «Е», «Ю», «Я» π.χ. взъерошить, взъяриться.

    Большой русско-греческий словарь > взъ...

  • 16 во...

    Χρησιμοποιείται αντί του «в...» α) μπροστά από «Й», «ο»: войти, воодушевлять, β) μπροστά από δυο ή και περισσότερα σύμφωνα: вобрать, вогнать, водворить, вомну, воткнуть, γ) μπροστά από σύμφωνο, που το ακολουθεί «Ь»: волью, вошью.

    Большой русско-греческий словарь > во...

  • 17 вос...

    πρόθεμα αντί του воз...
    Χρησιμοποιείται μπροστά από τα άηχα σύμφωνα: воспеть, восходить.

    Большой русско-греческий словарь > вос...

  • 18 вс...

    Χρησιμοποιείται αντί του «вз» μπροστά από άηχα σύμφωνα: вскипеть, вскружить, встревожить.

    Большой русско-греческий словарь > вс...

  • 19 въ...

    Χρησιμοποιείται αντί του «в...» μπροστά από τα γιωτικά φωνήεντα: «Е», «Я» π.χ. въехать, въявь.

    Большой русско-греческий словарь > въ...

  • 20 вы...

    πρόθεμα, σημαίνει: α) νύυηση από μέσα προς τα έξω π.χ. выехать, вывести, выбежать, β) αφαίρεση, βγάλσιμο, απομάκρυνση ενός μέρους του αντικειμένου ή ενός αντικειμένου από το άλλο π.χ. выбить, выломать, вывинтить, γ) ολοκλήρωση, τελείωμα, τέλος της ενέργειας π.χ. выбелить, выварить, вымокнуть, высушить, δ) επίτευξη κατόπιν ενέργειας π.χ. выпросить, выслужить, вытребовать, ε) με το μόριο «-ся» εκφράζει ολοκλήρωση της ενέργειας, αναγωγή αυτής ως το βαθμό που χρειάζεται π.χ. выплакаться, выспаться.

    Большой русско-греческий словарь > вы...

См. также в других словарях:

  • πρόθεμα, το — και πρόθημα το ατος, γράμμα πριν από το θέμα της λέξης, όπως π.χ. βδέλλα (α)βδέλλα, πλόκαμος (α)πλοκαμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόθεμα — public notice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόθεμα — το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν [προτίθημι] νεοελλ. φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ μείβω, ὄ νομα, ἐ ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α μάχη, α τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από… …   Dictionary of Greek

  • διαμινο- — πρόθεμα οργανικών ενώσεων που δηλώνει την παρουσία δύο αμινικών μονάδων στο μόριό τους …   Dictionary of Greek

  • μεθοξυ- — πρόθεμα που δηλώνει την ύπαρξη μεθοξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης η οποία ανήκει στην τάξη τών αιθέρων …   Dictionary of Greek

  • ελ — Πρόθεμα αραβικών ονομάτων. Βλ. λ. αλ …   Dictionary of Greek

  • μαστρο- — πρόθεμα σε κύριο όνομα τεχνίτη: Ο καλύτερος τεχνίτης είναι ο μαστρο Νικόλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προθεμάτων — πρόθεμα public notice neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέματα — πρόθεμα public notice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέματος — πρόθεμα public notice neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»