Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Немецкий
- Русский
πρωτοφανής/ru
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
Πρωτοφάνης — masc acc pl (attic epic doric) Πρωτοφάνης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πρωτοφάνης masc nom sg Πρωτοφάνης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανής — appearing first masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και πρωτοφάνερος, η, ο αυτός που για πρώτη φορά έγινε ή παρουσιάστηκε, φάνηκε, αλλ. πρωτόφαντος, καταπληκτικός: Πρωτοφανής τόλμη. – Πρωτοφανής αναίδεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοφανής — ές, ΝΑ αυτός που εμφανίζεται, γίνεται ή συμβαίνει για πρώτη φορά νεοελλ. συνεκδ. καταπληκτικός, ασυνήθιστος, παράδοξος («πρωτοφανής θρασύτητα»). επίρρ... πρωτοφανώς / πρωτοφανῶς ΝΑ με πρωτοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φανής (< φαίνω/… … Dictionary of Greek
πρωτοφανῆ — πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτοφανής appearing first masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανεῖ — πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανεῖς — πρωτοφανής appearing first masc/fem acc pl πρωτοφανής appearing first masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανές — πρωτοφανής appearing first masc/fem voc sg πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανέστατον — πρωτοφανής appearing first masc acc superl sg πρωτοφανής appearing first neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτοφανῶν — Πρωτοφάνης masc gen pl (attic epic doric) Πρωτοφάνης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφανῶν — πρωτοφανής appearing first masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)