Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πρωτοπόρος

  • 1 передовик

    передовик м о πρωτοπόρος· \передовик производства о πρωτοπόρος της εργασίας
    * * *
    м
    ο πρωτοπόρος

    передови́к произво́дства — ο πρωτοπόρος της εργασίας

    Русско-греческий словарь > передовик

  • 2 передовой

    передовой 1) πρωτοπόρος· \передовой отряд το προτωπόρο απόσπασμα 2) προχωρημένος (высокоразвитый); προοδευτικός (прогрессивный)' \передовойые страны οι προοδευτικές χώρες; \передовой метод η προοδευτική μέθοδος ◇ \передовойая статья το κύριο άρθρο
    * * *

    передово́й отря́д — το προτωπόρο απόσπασμα

    передовы́е стра́ны — οι προοδευτικές χώρες

    передово́й ме́тод — η προοδευτική μέθοδος

    ••

    передова́я статья́ — το κύριο άρθρο

    Русско-греческий словарь > передовой

  • 3 ударник

    α.
    1. επικρουστήρας όπλου.
    2. πλήκτρο τύμπανου.
    3. τυμπανιστής.
    4. (στρατ.) μέλος ομάδας κρούσης.
    α.
    πρωτοπόρος, ουντάρνικος•

    -производства πρωτοπόρος παραγωγής.

    Большой русско-греческий словарь > ударник

  • 4 передовой

    1. (тот, кто находится впереди чего-л.) προπορευόμενος
    - ая статья το κύριο/πρωτοσέλιδο άρθρο
    2. (стоящий выше других по уровню развития, прогрессивный) πρωτοπόρος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передовой

  • 5 ведущий

    ηγετικός, πρωτοπόρος; κύριος ( главный)

    веду́щая кома́нда — спорт. η ομάδα που προηγείται

    Русско-греческий словарь > ведущий

  • 6 авангардный

    авангард||ный
    прил πρωτοπόρος.

    Русско-новогреческий словарь > авангардный

  • 7 внедрение

    внедрение
    с ἡ ἐφαρμογή, ἡ εἰσαγωγή, τό μπάσιμο:
    \внедрение передовой техники ἡ είσαγωγή (или ἐφαρμογή) τής πρωτοπόρος τεχνικής.

    Русско-новогреческий словарь > внедрение

  • 8 передовик

    передовик
    м ὁ πρωτοπόρος:
    \передовикй сельского хозяйства οἱ πρωτοπόροι τής ἀγροτικής οἰκονομίας.

    Русско-новогреческий словарь > передовик

  • 9 передовой

    передов||о́й
    прил
    1. πρωτοπόρος, προοδευμένος, προχωρημένος:
    \передовойая линия ἡ πρώτη γραμμή· \передовой отряд прям., перен τό πρωτοπόρο ἀπόσπασμα· \передовой пост τό προκεχωρημένο φυλάκιο·
    2. (прогрессивный) προοδευτικός:
    \передовойые взгляды οἱ προοδευτικές ἀντιλήψεις, οἱ προοδευτικές Ιδέες· \передовойая техника ἡ πρωτοπόρο τεχνική· ◊ \передовойая статья τό κύριο ἄρθρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > передовой

  • 10 пионер

    пионер I
    м ὁ πρωτοπόρος, ὁ σκαπα-νεύς:
    \пионеры науки οἱ σκαπανείς της ἐπιστήμης, ὁ£ πρωτοπόροι τής ἐπιστήμης.
    пионер II
    м (член детской организации) ὁ πιδνέρης, ὁ πιονέρος, τὅ αετόπουλο.

    Русско-новогреческий словарь > пионер

  • 11 удариик

    удариик I
    м (передовик) ὁ οὐντάρνι-κος, ὁ πρωτοπόρος.

    Русско-новогреческий словарь > удариик

  • 12 выдвиженец

    -нца α., -ка, -и θ. εκλεκτός, -ή• πρωτοπόρος, -α.

    Большой русско-греческий словарь > выдвиженец

  • 13 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 14 передовик

    α., πλθ.
    -ов πρωτοπόρος, -α, μπροστάρης•

    -и производства πρωτοπόροι της παραγωγής.

    Большой русско-греческий словарь > передовик

  • 15 передовой

    επ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πρωτοπόρος, προπορευόμενος•

    -ая лошадь το προπορευόμενο άλογο•

    -ая наука πρωτοπόρα επιστήμη.

    || προηγμένος•

    -ые страны οι προηγμένες χώρες.

    || προοδευτικός•

    передовой человек προοδευτικός άνθρωπος•

    -ые идеи προοδευτικές ιδέες.

    2. μπροστινός, πρώτος•

    -ые позиции линии οι πρώτες θέσεις της γραμμής•

    передовой пост η προφυλακή•

    передовой отряд η εμπροσθοφυλακή.

    3. ουσ. -ая,
    ой θ., πλθ. -ые, -ых οι πρώτες θέσεις γραμμής.
    4. ουσ. θ. -ая, -ой κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).
    εκφρ.
    - ая позиция – (στρατ.) η πρώτη γραμμή•
    - ая статья – το κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).

    Большой русско-греческий словарь > передовой

  • 16 пионер

    α.
    1. σκαπανέας, πρωτοπόρος.
    2. στρατιώτης του μηχανικού.
    α.
    πιονιέρος, -α, αετόπουλο.

    Большой русско-греческий словарь > пионер

  • 17 подвижник

    α.
    -ца, -ы θ.
    1. ασκητής, -ήτρια, αναχωρητής, ερημίτης.
    2. (γραπ. λόγος)• πρωτοπόρος, πρωτεργάτης, πρωτουργός, πρωτοστάτης.

    Большой русско-греческий словарь > подвижник

  • 18 рекордсмен

    -а, -ка, -и θ.
    1. εγκαινιαστής, κάτοχος ρεκόρ.
    2. ο εξέχων πρωτοπόρος στην παραγωγή.

    Большой русско-греческий словарь > рекордсмен

  • 19 стахановец

    -вца α. -ка θ.
    σταχανοφικός, -ή, πρωτοπόρος, -α στην παραγωγή.

    Большой русско-греческий словарь > стахановец

  • 20 тысячник

    α.
    -ца, -ы θ.
    1. παλ. πλούσιος, -α (που είχε κεφάλαιο χιλίων ρουβλιών).
    2. πρωτοπόρος εργάτης (που εκπλήρωνει τη νόρμα σε μιά βάρδια δέκα φορές και παραπάνω).
    3. αυτός που έτρεξε 1000 χιλιόμετρα ή εκτέλεσε 1000 πηδήματα.

    Большой русско-греческий словарь > тысячник

См. также в других словарях:

  • πρωτοπόρος — α, ο / πρωτοπόρος, ον, ΝΜΑ, και θηλ. ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που πορεύεται μπροστά από τους άλλους, που προπορεύεται 2. μτφ. α) αυτός που εισάγει καινοτομίες, ο καινοτόμος β) (για επιστήμονες ή ερευνητές) αυτός που συντελεί σημαντικά στην ανάπτυξη… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπόρος — α, ο 1. αυτός που πορεύεται πρώτος, που πάει πριν από τους άλλους: Πρωτοπόρα τμήματα στρατού. 2. αυτός που παίρνει μέρος σε μια κίνηση η οποία βρίσκεται στην αρχή της: Πρωτοπόροι της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης, Σταύρος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1865 – 1926). Πρωτοπόρος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Άρχισε τη σοσιαλιστική πολιτική του δράση το 1884 (ως σπουδαστής του Πολυτεχνείου) και το 1890 οργάνωσε τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Όμιλο (με περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Πικάρ, Oγκίστ — (Piccard, Βασιλεία 1884 – Λοζάνη 1962). Ελβετός μηχανικός, πρωτοπόρος στην εξερεύνηση της υψηλής ατμόσφαιρας και του θαλάσσιου βυθού. Πήρε το δίπλωμά του στη Βασιλεία, όπου και άρχισε να διδάσκει· αργότερα ανέλαβε έδρα στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»