-
1 πρωταγωνιστης
-
2 πρωταγωνιστής
πρωταγωνιστήςone who plays the first partmasc nom sg -
3 πρωταγωνιστής
ο, πρωταγωνιστήςίστρια η1) премьер (об актёре); актёр, исполняющий главную роль; 2) перен. герой, главное действующее лицо -
4 πρωταγωνιστής
-οῦ ὁ N 1 0-0-0-0-2=2 1 Mc 9,11; 2 Mc 15,30protagonist, leader, foremost fighter -
5 πρωταγωνιστής
[протагонисте] ουσ α (θεατρ) актер, исполняющий первую роль. -
6 πρωταγωνιστής
A one who plays the first part, chief actor, ib.816f;π. τοῦ δράματος Luc.Cal.7
: metaph., [ὁ Αἰσχύλος] τὸν λόγον π. παρεσκεύασεν Arist. Po. 1449a18
: generally, leader,π. τῆς ὑπηρεσίας Clearch.25
; τοῖς μαθηματικοῖς, of king Antiochus, Ps.-Diocl. ap. Paul.Aeg.1.100: expl. of πρόμαχος, EM612.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωταγωνιστής
-
7 πρωταγωνιστής
πρωτ-αγωνιστής, ὁ, der erste Kämpfer, bes. auf dem Theater, der Schauspieler, der die erste Rolle spielt; τοῠ δράματος, übertr. vom Gericht u. der Volksversammlung, der erste Redner, auch der Sieger in den Wettkämpfen, übh. die Hauptperson; πρωτ. τῆς ὑπηρεσίας, der erste unter den Dienern -
8 πρωταγωνιστής
baş oyuncu -
9 πρωταγωνιστής
starΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρωταγωνιστής
-
10 πρωταγωνισταί
πρωταγωνιστήςone who plays the first partmasc nom /voc pl -
11 πρωταγωνιστήν
πρωταγωνιστήςone who plays the first partmasc acc sg (attic epic ionic) -
12 πρωταγωνιστάς
πρωταγωνιστά̱ς, πρωταγωνιστήςone who plays the first partmasc acc plπρωταγωνιστά̱ς, πρωταγωνιστήςone who plays the first partmasc nom sg (epic doric aeolic) -
13 πρωτ-αγωνιστέω
πρωτ-αγωνιστέω, ein πρωταγωνιστής sein, im eigtl. Sinne, im Drama die erste Rolle spielen, u. übh. den Vorzug haben, die Hauptperson, Hauptsache sein; Plut. Lys. 23 Timol. 31, öfter; πᾶν τὸ πρωταγωνιστοῠν τοῠ δράματος, Poll. 4, 124.
-
14 πρωτο-λόγος
πρωτο-λόγος, zuerst sprechend, bes. in einem Proceß die erste Rede vor Gericht haltend. – Auch = πρωταγωνιστής, der Schauspieler, welcher die erste Rolle spielt, Sp.
-
15 πρώτ-αθλος
πρώτ-αθλος, ὁ, = πρωταγωνιστής (?).
-
16 πρωταγωνιστή
πρωταγωνιστέωto be: pres subj mp 2nd sgπρωταγωνιστέωto be: pres ind mp 2nd sgπρωταγωνιστέωto be: pres subj act 3rd sgπρωταγωνιστήςone who plays the first partmasc dat sg (attic epic ionic) -
17 πρωταγωνιστῇ
πρωταγωνιστέωto be: pres subj mp 2nd sgπρωταγωνιστέωto be: pres ind mp 2nd sgπρωταγωνιστέωto be: pres subj act 3rd sgπρωταγωνιστήςone who plays the first partmasc dat sg (attic epic ionic) -
18 πρωταγωνισταίς
-
19 πρωταγωνισταῖς
-
20 πρωταγωνιστού
πρωταγωνιστέωto be: pres imperat mp 2nd sg (attic)πρωταγωνιστέωto be: imperf ind mp 2nd sg (attic)πρωταγωνιστήςone who plays the first partmasc gen sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρωταγωνιστής — one who plays the first part masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταγωνιστής — ο, ΝΑ, θηλ. πρωταγωνίστρια Ν ο ηθοποιός που υποδύεται το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός θεατρικού έργου (α. «πρωταγωνίστρια τόσο τής μικρής όσο και τής μεγάλης οθόνης» β. «τὸν μὲν ἐν τραγωδίᾳ πρωταγωνιστήν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ηθοποιός … Dictionary of Greek
πρωταγωνιστής — ο θηλ. ίστρια 1. ηθοποιός που παίζει πρώτο, κύριο ρόλο. 2. μτφ., το πρόσωπο που έχει τη σπουδαιότερη δράση σε μια υπόθεση: Ο ένας από τους δύο ήταν ο πρωταγωνιστής της φασαρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπλανώμενος Ιουδαίος — Πρωταγωνιστής ενός γνωστού μεσαιωνικού θρύλου, που μιλά για έναν Ιουδαίο ονομαζόμενο Αχασβήρο, ο οποίος δεν επέτρεψε στον Ιησού να ακουμπήσει στον τοίχο του σπιτιού του, ενώ μετέφερε με μεγάλη δυσκολία το σταυρό στο Γολγοθά. Κατά το θρύλο, του… … Dictionary of Greek
πρωταγωνισταῖς — πρωταγωνιστής one who plays the first part masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταγωνισταί — πρωταγωνιστής one who plays the first part masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταγωνιστήν — πρωταγωνιστής one who plays the first part masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Protagonist — For the 2007 documentary film, see Protagonist (film). A protagonist (from the Greek πρωταγωνιστής protagonistes, one who plays the first part, chief actor [1]) is the main character (the central or primary personal figure) of a literary,… … Wikipedia
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek